Accessibility Tools

Skip to main content

Εργασιακός Εκφοβισμός: Ένα φαινόμενο με δυσδιάκριτα όρια

Με αφορμή το πρόσφατο περιστατικό στη Ρόδο που δυστυχώς δεν είναι το πρώτο και μάλλον ούτε το τελευταίο, ας αναρωτηθούμε πόσες φορές έχουμε ακούσει περιπτώσεις στο εργασιακό περιβάλλον που χαρακτηρίζονται από εντάσεις, διενέξεις, λεκτική κακοποίηση ή ακόμη και παραβίαση βασικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Το γεγονός ότι παντού μέσα στην ένταση της δουλειάς μπορεί να υπάρξει κάποια παρεξήγηση αφενός δείχνει ότι δεν μιλάμε σε όλες τις περιπτώσεις για εργασιακό εκφοβισμό αφετέρου όμως δείχνει και πόσο δυσδιάκριτα είναι τα όρια του φαινομένου.

Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που πολλές φορές εργαζόμενοι που υφίστανται εργασιακό εκφοβισμό ή εκβιασμό στον χώρο εργασίας τους δυσκολεύονται να μιλήσουν γι’ αυτό, αφού δεν ξέρουν αν πράγματι αυτό που βιώνουν είναι εκφοβισμός ή αν είναι κάτι που συμβαίνει γενικά και του έχουν δώσει οι ίδιοι μεγαλύτερες διαστάσεις στο μυαλό τους. Μάλιστα συχνά ακούμε από τα θύματα φράσεις όπως «λογικό είναι να φωνάζει στη δουλειά», «οι άλλοι δεν είχαν πρόβλημα, άρα εγώ κάτι έκανα λάθος», «φοβόμουν ότι υπερβάλλω».Σημαντικός είναι και ο ρόλος του υποστηρικτικού πλαισίου σε αυτές τις περιπτώσεις.

Μιλώντας για εργασιακό εκφοβισμό, δεν αναφερόμαστε μόνο στη συμπεριφορά των εργοδοτών προς τους εργαζόμενους. Ο εργασιακός εκφοβισμός ή όπως αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία, το φαινόμενο mobbing, είναι ουσιαστικά η ψυχολογική τρομοκρατία που ασκείται μέσα στον χώρο εργασίας και χαρακτηρίζεται από επιθετικές συμπεριφορές, απειλές, δόλια συμπεριφορά ή συκοφαντίες που έχουν ως απώτερο στόχο την περιθωριοποίηση του θύματος.

Φαίνεται λοιπόν ότι αρχικά υπάρχει μία δυσκολία στην αναγνώριση των στοιχείων που υποδηλώνουν εργασιακό εκφοβισμό. Σύμφωνα με τον Leymann (1990), το mobbing δεν γίνεται πάντα εύκολα αντιληπτό, καθώς κλιμακώνεται με τόσο ύπουλο τρόπο που τα όρια του «φυσιολογικού» και του «επιθετικού» είναι δυσδιάκριτα. Το πρώτο στάδιο χαρακτηρίζεται από λεκτικές επιθέσεις προς το θύμα, συγκρούσεις, οι οποίες σταδιακά γίνονται εντονότερες. Στο δεύτερο στάδιο, υπάρχουν επίσης επικριτικά και συκοφαντικά σχόλια, υποτίμηση των ικανοτήτων του θύματος, συγκρούσεις, απειλές και απομόνωση του θύματος, τα οποία οδηγούν σε μειωμένη επίδοση του θύματος, συχνές απουσίες, αλλά και ψυχοσωματικά συμπτώματα. Τότε συνήθως είναι και η στιγμή που υπάρχει παρέμβαση της διοίκησης ή των προϊσταμένων, καθώς οι αλλαγές γίνονται αντιληπτές, όμως συνήθως αποδίδονται σε κάποια προσωπικό πρόβλημα του εργαζομένου. Στο τελευταίο στάδιο του εκφοβισμού, το θύμα είτε αναγκάζεται να παραιτηθεί από την εργασία του ή απολύεται από τους ανωτέρους του, οι οποίοι αποδέχονται τα όσα ακούγονται για το άτομο.

Ένα βασικό ερώτημα όμως είναι το τι μπορεί να κάνει κάποιος όταν αντιμετωπίζει περιστατικά εργασιακού εκφοβισμού. Πρώτα απ’ όλα να μην προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι δε συμβαίνει τίποτα. Αν κάτι μας κάνει να αισθανόμαστε άσχημα σε έναν χώρο, σίγουρα δε θα λυθεί αν απλά το αγνοήσουμε. Είναι βασικό το άτομο να προσπαθεί να αποφεύγει τα λάθη στη δουλειά και γενικότερα το να δίνει αφορμές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε περαιτέρω σχόλια ή θα χαροποιήσουν τον θύτη ή τους θύτες. Εδώ βέβαια δε μιλάμε για περιπτώσεις που τα λάθη μπορεί να «εφευρίσκονται» από τον θύτη με σκοπό να κατηγορηθεί το θύμα και να φανεί «ανεπαρκές» στους άλλους. Εν συνεχεία, είναι σημαντικό να έχουμε αποδείξεις για το τι συμβαίνει και στοιχεία που δείχνουν την επιθετική συμπεριφορά, τις απειλές και τις συκοφαντίες, γιατί είναι αναμενόμενο πως ο θύτης θα αρνείται οποιαδήποτε τέτοια συμπεριφορά και θα ισχυρίζεται πως όλα αυτά είναι στη φαντασία του θύματος.

Σημαντικός είναι και ο ρόλος του υποστηρικτικού πλαισίου σε αυτές τις περιπτώσεις. Το ιδανικό θα είναι να μπορεί το θύμα να μιλήσει σε κάποιον συνάδελφο για το τι συμβαίνει, έτσι ώστε να έχει μία βοήθεια μέσα στον εργασιακό χώρο και να παρατηρήσει και κάποιος άλλος το τι συμβαίνει. Αυτό όμως, ιδιαίτερα σε χώρους εργασίας που είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικοί, ενδεχομένως να μην είναι εύκολο να γίνει. Υποστηρικτικό περιβάλλον όμως μπορεί να είναι και η οικογένεια και οι φίλοι του θύματος που θα το βοηθήσουν να μην «αυτοενοχοποιείται», αλλά και θα είναι εκεί για να ακούσουν τον άνθρωπο τους. Καθότι όμως πρόκειται για ένα φαινόμενο που μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις όχι μόνο στην επαγγελματική ζωή του ατόμου, αλλά και στην ψυχολογία και την υγεία του, είναι σημαντικό να μη διστάζει κανείς να απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας που θα τον βοηθήσει να διαχειριστεί την κατάσταση.

Σίγουρα η οικονομική κρίση που ολοένα επεκτείνεται, η συνεχιζόμενη αύξηση της ανεργίας και ο βρώμικος ανταγωνισμός που υπάρχει στην αγορά εργασίας καθιστούν πιο δύσκολο το να διεκδικήσει κανείς αυτά που δικαιούται, να διαμαρτυρηθεί για τις συνθήκες εργασίας του ή να μιλήσει για κάτι που συμβαίνει και πιθανότατα θίγει την προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια του, καθώς ο εργαζόμενος γνωρίζει ουσιαστικά ότι ο αντικαταστάτης του είναι έτοιμος. Επειδή όμως όταν επηρεαστεί σε σημαντικό βαθμό η ψυχική και σωματική υγεία ενός εργαζομένου ό αντικαταστάτης θα είναι και πάλι έτοιμος, το φαινόμενο του εργασιακού εκφοβισμού είναι κάτι που χρήζει άμεσης αντιμετώπισης. Μέτρα που θα αποσκοπούν στην ενίσχυση της ψυχικής ανθεκτικότητας των εργαζομένων και την εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση των εργοδοτών για το φαινόμενο είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητα. Τέλος, σημασία πρέπει να δοθεί και στη λειτουργία των θεσμών προστασίας των εργαζομένων σε πραγματική και όχι εικονική βάση.

Πηγή : lifo.gr