Η διπλή ζωή των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων στην ελληνική επαρχία
Το τραγικό περιστατικό με τον πατέρα που αυτοκτόνησε στην Κάρπαθο, μην αντέχοντας τις αντιδράσεις του κοινωνικού του περίγυρου όταν αποκαλύφθηκε η ομοφυλοφιλία του γιου του, ξανάφερε στην επιφάνεια μια δύσκολη, αλλά όχι άλυτη εξίσωση τόσο για νέα ή και μεγαλύτερα ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιά όσο και για τους γονείς τους.
Τι κάνει μια λεσβία στην επαρχία; Περιμένει να μεγαλώσει για να φύγει», έλεγε ένα «inside joke» που πρωτάκουσα φοιτητής ακόμα. Τριάντα τόσα χρόνια μετά, και παρά τις θεαματικές αλλαγές που έχουν συμβεί στο μεταξύ, η παραπάνω ρήση εξακολουθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό να ισχύει στην Ελλάδα όχι μόνο για τις λεσβίες –που άλλωστε σε κοινωνίες πατριαρχικές είναι περισσότερο «αόρατες»‒ αλλά και για τους γκέι άντρες, τα τρανς άτομα και κάθε άτομο που αυτοπροσδιορίζεται ως ΛΟΑΤΚΙ+.
Συντηρητική, θρησκόληπτη, σεξιστική, «macho» και ταυτόχρονα υποκριτική, η ελληνική επαρχία, όπου το τρίπτυχο «πατρίς - θρησκεία - οικογένεια» καλά κρατεί ακόμα, είναι κατά κανόνα φοβική έως εχθρική απέναντι στη διαφορετικότητα ‒ οι εξαιρέσεις απλώς επιβεβαιώνουν έναν κανόνα από τον οποίο δεν ξεφεύγουν ούτε τουριστικά και κοσμοπολίτικα μέρη. Αυτή η εικόνα προκύπτει αν συζητήσεις με οποιοδήποτε ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο ζει «εκεί έξω», μοιάζουν πολύ οι ιστορίες και οι εμπειρίες.
Όντας πολύ δύσκολο για ένα νέο ΛΟΑΤΚΙ+ παιδί να μπορέσει να συνειδητοποιηθεί, να εκφραστεί ελεύθερα και να αυτοπραγματωθεί υπό αυτές τις συνθήκες, η φυγή για σπουδές ή/και εργασία στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη ή στο εξωτερικό είναι μονόδρομος.
Όσα άτομα δεν μπορούν ή δεν θέλουν να φύγουν, αλλά και όσα τελικά επιστρέφουν στην επαρχία χρειάζεται να επιστρατεύσουν πολλή αποφασιστικότητα, πολλή δύναμη, πολύ θάρρος, ενίοτε και θράσος προκειμένου να μην εξαναγκαστούν σε έναν συμβατικό στρέιτ γάμο ή/και σε μια εξίσου συμβατική ζωή που συχνά καταλήγει «διπλή», με ό,τι αυτό συνεπάγεται ‒ η ετεροκανονικότητα έχει το τίμημά της. Οι καταστάσεις είναι πιο σκληρές και πιο μπερδεμένες, το στίγμα, η κοινωνική κατακραυγή, οι διακρίσεις πιο δυσβάστακτες, οι ηλεκτρονικές εφαρμογές γνωριμιών δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την αίσθηση της κοινότητας, να διαμορφώσουν συνειδήσεις και συνθήκες.
Eίναι αισιόδοξο ότι αφενός όλο και περισσότερα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα από την επαρχία, αφετέρου περισσότεροι γονείς ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιών, και μάλιστα απ’ όλο και νεότερες ηλικίες, τολμούν να βγουν προς τα έξω, να μιλήσουν, να αναζητήσουν συμβουλές και στήριξη, να διεκδικήσουν σεβασμό, αναγνώριση, ορατότητα και ισοπολιτεία.
Σε εξίσου δύσκολη θέση μπορεί όμως να βρεθούν οι γονείς αυτών των μικρότερων ή μεγαλύτερων παιδιών, κάτι που συνήθως παραγνωρίζουμε, αλλά ξανάφερε στην επιφάνεια η πρόσφατη τραγωδία στην Κάρπαθο με τον πατέρα που αυτοκτόνησε μην αντέχοντας την «καζούρα» των συγχωριανών του, όταν κυκλοφόρησε βίντεο του γιου του σε ερωτικές περιπτύξεις με άλλους άντρες.
Οι αυτοκτονίες ή οι απόπειρες αυτοκτονίας ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπων δυστυχώς δεν είναι σπάνιες, να όμως που ενίοτε στο απονενοημένο φτάνουν και γονείς. Κοινός ηθικός αυτουργός, η ομοφοβία ‒ και η τρανσφοβία. Και αν η περίπτωση αυτή ήταν ακραία, οι δηλητηριασμένες σχέσεις γονέων και ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιών, οι φασαρίες, οι συγκρούσεις, η λεκτική ή και σωματική βία, τα ενοχικά σύνδρομα, η αποξένωση, είναι συνηθισμένες καταστάσεις και πολλές φορές ανεξάρτητες από το βιοτικό και το μορφωτικό επίπεδο.
«Οι γονείς ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιών δέχονται στίγμα και διακρίσεις όχι λόγω μιας ταυτότητας που οι ίδιοι έχουν αλλά λόγω της ταυτότητας του παιδιού τους. Στη διεθνή βιβλιογραφία αυτό ονομάζεται “τιμητικό στίγμα” και, όπως κάθε στιγματισμένη ομάδα, χρειάζονται κι αυτοί στήριξη και ενίσχυση», λένε οι Νάνσυ Παπαθανασίου και Έλενα-Όλγα Χρηστίδη (Orlando LGBT+, Γραμμή 11528).
«Το γονεϊκό “come out” είναι μια εξίσου δύσκολη υπόθεση… Οι μητέρες, οι γυναίκες γενικά, είναι πιο δεκτικές, οι άντρες πάλι κουβαλάνε μια ταυτότητα φύλου περισσότερο σκληρή και άκαμπτη, γι’ αυτό ίσως χρειάζονται περισσότερη φροντίδα και κατανόηση», θα πει η Κλεονίκη Γιαννακοπούλου από τους Υπερήφανους Γονείς, μητέρα και η ίδια ενός παιδιού με διαφορετική έκφραση φύλου. Και είναι αισιόδοξο ότι αφενός όλο και περισσότερα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα από την επαρχία, αφετέρου περισσότεροι γονείς ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιών, και μάλιστα απ’ όλο και νεότερες ηλικίες, τολμούν να βγουν προς τα έξω, να μιλήσουν, να αναζητήσουν συμβουλές και στήριξη, να διεκδικήσουν σεβασμό, αναγνώριση, ορατότητα και ισοπολιτεία.
Όταν ξεκίνησα αυτό το ρεπορτάζ, αναρωτιόμουν αν θα έβρισκα άτομα ή και ζευγάρια που έχουν ζήσει ή ζουν στην επαρχία, πρόθυμα να μιλήσουν επώνυμα και να φανούν, εν τέλει βρέθηκαν περισσότερα απ’ όσα ήταν δυνατό να συμπεριλάβω.
Αισιόδοξο είναι και το ότι, παρά τις αντιξοότητες και τα πισωγυρίσματα, η κοινωνία, θέλοντας και μη, εξελίσσεται. Οι νεότερες γενιές, αλλά και άνθρωποι μεγαλύτερων ηλικιών με ανεπτυγμένη ενσυναίσθηση, είναι πιο ανοιχτές και πιο απελευθερωμένες, με λιγότερες προκαταλήψεις, αγκυλώσεις και στερεότυπα. Το να μπορεί ένα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο ή ζευγάρι, μια ΛΟΑΤΚΙ+ οικογένεια ή και μια οικογένεια με ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιά να βρει τόπο και τρόπο να σταθεί ακόμα και σε μια μικρή κοινωνία δεν είναι πλέον μια απιθανότητα αλλά ένα μέλλον ήδη παρόν.
Πασχάλης Καραγιαννάκης, περφόρμερ, DJ
«Δεν φαντάζεσαι πόσοι ΛΟΑΤΚΙ+ άνθρωποι στην επαρχία αναγκάζονται να κάνουν διπλή ζωή»
Καταγόμαστε οικογενειακώς από τα Χανιά, αλλά μεγάλωσα στο Βέλγιο, όπου είχαν μεταναστεύσει οι δικοί μου. Όταν ήμουν ακόμα έφηβος, επιστρέψαμε στην Κρήτη. Ο πατέρας μου άνοιξε συνεργείο αυτοκινήτων και με πίεζε να ακολουθήσω το επάγγελμά του, να παντρευτώ ένα καλό κορίτσι που ήδη μου είχε βρει, να φροντίζω τις ελιές και να «νοικοκυρευτώ». Εγώ, έχοντας ήδη καταλάβει τι μου συμβαίνει, είχα φρικάρει με την προοπτική αυτή, οπότε έκανα την επανάστασή μου.
Μετά τον στρατό εγκαταστάθηκα στην Αθήνα για να ξεσαλώσω ελεύθερα, άλλωστε είχα ήδη μια σχέση. Με τον πατέρα μου δεν ξαναειδωθήκαμε μέχρι που πέθανε. Όταν, ύστερα από είκοσι χρόνια, τη δεκαετία του ’00 επέστρεψα μόνιμα στα Χανιά, διαπίστωσα ότι ουσιαστικά τίποτα δεν είχε αλλάξει.
Δεν φαντάζεσαι πόσοι ΛΟΑΤΚΙ+ άνθρωποι εδώ υποχρεώνονται να κάνουν γάμους και οικογένειες για τα μάτια της κοινωνίας, κάνοντας οι περισσότεροι κρυφή ζωή. Ένας γνωστός μού έλεγε πόσο υπέφερε για δεκαέξι ολόκληρα χρόνια σε έναν γάμο που δεν ήθελε και πόσο ευτύχησε όταν τελικά χώρισε και απελευθερώθηκε. Πόσοι, όμως, βρίσκουν τη δύναμη;
Υπήρχαν παλιότερα κάποια «τζιναβωτά», που λέμε, σημεία στην πόλη, μια πλατεία με «τζουρά» και μια παραλία γυμνιστών δηλαδή, υπήρχε κι ένα μπαράκι μιξ. Πάνε τώρα αυτά, το μπαρ έκλεισε, στα «τζουρά» μπήκε φύλακας, στην παραλία γυμνιστών πάνε πια οικογένειες. Δεν τα σηκώνει αυτά η Κρήτη, το νησί μας είναι πιο macho και από τους Village People!
Παρά ταύτα, εγώ εμφανίστηκα στα Χανιά με τον Αχιλλέα, τον Ελληνο-ολλανδό σύντροφό μου, γίναμε δε το πρώτο «επίσημο» ανοιχτά γκέι ζευγάρι στην πόλη. Δεκαπέντε χρόνια ζήσαμε μαζί εδώ, ανοίξαμε μάλιστα και ένα sex shop, το μόνο σε όλο τον νομό. Μέχρι και η μάνα μου το αποδέχτηκε με τον τρόπο της, όσο τουλάχιστον υπήρχε δουλειά και λεφτά, γιατί μετά το ’15, που μας διέλυσε κι εμάς η κρίση, έγινε λιγότερο καταδεκτική, εν τέλει επέστρεψε στο Βέλγιο.
Όσο λειτουργούσε το μαγαζί ούτε ένας Χανιώτης γκέι δεν το επισκέφτηκε. Ούτε όμως και ντόπιοι στρέιτ άνδρες έρχονταν, «σιγά μην πάμε να ψωνίσουμε στους πούστηδες». Ρεθυμνιώτες και Ηρακλειώτες ήταν κυρίως η πελατεία μας, γυναίκες. Είχαμε, βέβαια, και «πόλεμο» από τη γειτονιά, διέδιδαν ότι έχουμε AIDS, ότι στο μαγαζί μας γίνονταν όργια, τέτοια. Κάποια στιγμή αναγκαστήκαμε να το κλείσουμε οριστικά, ουδέποτε όμως κάναμε έκπτωση στη δική μας ορατότητα μέχρι και τη μέρα που ο σύντροφός μου συγχωρέθηκε.
Όχι, δεν σκέφτηκα ποτέ να γυρίσω Αθήνα για να είμαι πιο άνετος, δεν θα τους έκανα τη χάρη να φύγω έτσι, εκβιαστικά, δεν μου το επέτρεπε η queer ανατροφή μου! Ακόμα και τον καιρό που δούλευα DJ σε στριπτιτζάδικο, προτού ξεκινήσουμε το sex shop, πάλι out ήμουνα, τους είχα γνωρίσει μάλιστα και τον Αχιλλέα. Κάποιοι μπορεί να στράβωσαν, επειδή όμως ήμουν άψογος στη δουλειά μου, δεν άκουσα ποτέ κουβέντα.
Tα τελευταία χρόνια νοικιάζουν ή αγοράζουν σπίτια στην περιοχή ηλικιωμένα γκέι ζευγάρια, με τα οποία οι ντόπιοι, παρότι συντηρητικοί, δεν έχουν κανένα πρόβλημα, τουλάχιστον στα φανερά. Ίσως επειδή είναι ξένοι, ίσως και επειδή αφήνουν λεφτά κι αν έχεις λεφτά, σου συγχωρούνται όλα.
Η μία περίπτωση να σε ανεχτούν στην επαρχία είναι αυτή, να είσαι δηλαδή «κύριος». Η άλλη να είσαι «τρελή» και ξεφωνημένη και να έχεις αποκτήσει ένα κάποιο ακαταλόγιστο τύπου couleur locale, αφού έχεις για χρόνια υποστεί χοντρό κράξιμο, κυνηγητό, μέχρι και ξυλοφόρτωμα.
Έχουμε και στα Χανιά δυο-τρία τέτοια άτομα. Σε εκείνους κατέφευγαν παλιότερα, ειδικά για σεξ, διάφοροι ξέμπαρκοι, είτε από την πόλη είτε από τα γύρω χωριά, στα κρυφά πάντα εννοείται. Είχα πετύχει κι εγώ κάτι μαυροφορεμένους μουσάτους να βολτάρουν νυχτιάτικα με τα αγροτικά και τα 4x4 γύρω από την πλατεία επί τούτω. Ψωνιστήρι έπαιζε και με Αμερικανούς φαντάρους από τη βάση της Σούδας. Άλλες εποχές…
Τα νέα ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιά κοιτάνε πώς να φύγουν με πρόσχημα τις σπουδές, είτε Αθήνα είτε εξωτερικό. Αλλά η νεολαία γενικότερα πλέον, τα κορίτσια ιδίως, είναι πιο cool κι αν σε πειράξει κανένα «τσόλι», τουλάχιστον θα σε πει γκέι, όχι πούστη! Θα δεις έξω στον δρόμο, τα καλοκαίρια ειδικά, που πολλοί επιστρέφουν και υπάρχει τουρισμός, να κυκλοφορούν άνετα και κάποια queer ατομάκια, συνήθως περιστοιχισμένα από φίλες τους που λειτουργούν και ως ασπίδα προστασίας.
Στις πλατφόρμες γνωριμιών τύπου Grindr και Romeo γίνεται βέβαια χαμός, με τη μεγάλη πλειονότητα να είναι κι εδώ παντρεμένοι, γι’ αυτό και τα περισσότερα προφίλ είναι χωρίς φωτογραφία προσώπου και με άλλο όνομα. Επόμενο είναι να υπάρχει πολλή καταπίεση, ενοχή και μυστικοπάθεια, γι’ αυτό και επιδιώκονται γνωριμίες εκτός νομού.
Εκείνο που έχει αλλάξει γενικότερα με το online φλερτ είναι οι συμπεριφορές. Οι περισσότεροι ψάχνουν αγχωμένα κάτι στα γρήγορα, χωρίς «περιττά» εισαγωγικά και χωρίς συνέχεια, ουκ ολίγοι μάλιστα εκτονώνονται ήδη στη διάρκεια της «συνομιλίας», δεν περιμένουν να σε συναντήσουν καν, και μιλάμε για νέους βασικά ανθρώπους. Καμία σχέση με το πώς γνωριζόμασταν και πώς καυλώναμε πριν από δεκαπέντε-είκοσι χρόνια.
Τα καλύτερα όμως γίνονται, φαίνεται, σε γάμους και αρραβώνες. Με είχαν καλέσει, που λες, προ ετών σε έναν αρραβώνα κι ενώ το γλέντι ήταν στο αποκορύφωμά του, περασμένα μεσάνυχτα πια, πιάσανε τον υποψήφιο κουμπάρο να πηδάει στην τουαλέτα τον τζιναβωτό ανιψιό της μέλλουσας νύφης – τους πρόδωσε ο τρομακτικός θόρυβος του νεροχύτη που κατέρρευσε πάνω στην ένταση της πράξης. Σοκ ‒ η κουμπαριά εννοείται ακυρώθηκε πάραυτα!
Κάτι άλλο ενδιαφέρον είναι ότι τα τελευταία χρόνια νοικιάζουν ή αγοράζουν σπίτια στην περιοχή ηλικιωμένα γκέι ζευγάρια, με τα οποία οι ντόπιοι, παρότι συντηρητικοί, δεν έχουν κανένα πρόβλημα, τουλάχιστον στα φανερά. Ίσως επειδή είναι ξένοι, ίσως και επειδή αφήνουν λεφτά κι αν έχεις λεφτά, σου συγχωρούνται όλα. Ένα από αυτά, μάλιστα, έχει υιοθετήσει δύο μαυράκια και καθημερινά τα πηγαινοφέρνει στο σχολείο. Όλοι ξέρουν τι γίνεται, αλλά κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν.
Κωνσταντίνος Λύρατζης, εκπαιδευτικός
«Χρειάστηκε πολύς αγώνας για να ξεπεράσω φόβους, άγχη και ενοχές»
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, αλλά μεγάλωσα στη Δράμα, όπου έβγαλα το Πολυκλαδικό προτού επιστρέψω το ’91, φοιτητής πια, για σπουδές. Οι σπουδές είναι ο μόνος σίγουρος τρόπος να ξεφύγεις από τη μιζέρια της επαρχίας, αν και η Θεσσαλονίκη είναι βασικά πολλές μικρές επαρχίες μαζεμένες.
Η δεκαετία του ’90 έφερε κάποια δείγματα αλλαγής στην ελληνική κοινωνία, ήταν η «χρυσή» εποχή του ΠΑΣΟΚ, του ρέιβ, φαινόταν να αλλάζει η σελίδα. Ευτύχησα να είμαι από καλή οικογένεια, που λέμε, η μητέρα εκπαιδευτικός, ο πατέρας γιατρός, μια φιγούρα όμως macho, σκληρή και καταπιεστική.
Το Πολυκλαδικό βρισκόταν στην πιο νεόδμητη περιοχή των Σερρών, όπου είχαν ανοίξει και πολλά μπαρ, κάποια με τρανς γυναίκες. Μπορεί να ακούγεται περίεργο για μια επαρχιακή πόλη, όμως σε κοντινή απόσταση βρίσκονταν τρία στρατόπεδα εκπαίδευσης και μια ΝΑΤΟϊκή μονάδα, συν οι επαρχιώτες και οι διερχόμενοι φορτηγατζήδες, υπήρχε λοιπόν πολύς ανδρικός πληθυσμός και ο αγοραίος έρωτας είχε ζήτηση, είτε αφορούσε cis γυναίκες είτε τρανς.
Έντονη ήταν και η νυχτερινή ζωή, θυμάμαι τουλάχιστον τρία μεγάλα ξενυχτάδικα με μπουζούκια. Αφενός λοιπόν είχες μια συντηρητική, θρησκόληπτη και γεωγραφικά περίκλειστη πόλη, αφετέρου αυτό το «περιθωριακό» νυχτερινό σκηνικό. Η τοπική κοινωνία λοιδορούσε μεν τα «κωλάδικα», αλλά ουκ λίγοι αξιοσέβαστοι οικογενειάρχες τα επισκέπτονταν στα κρυφά. Ήταν κιόλας άλλες εποχές, χρήμα υπήρχε και ξοδευόταν κατά βούληση, οι ηθικολογίες έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα.
Αυτά όλα ίσως εξηγούν κάπως το ότι από την πόλη μας αλλά και από το ακόμα πιο απομονωμένο οροπέδιο του Νευροκοπίου, λίγο παραπάνω, βγήκαν μερικές από τις πιο φοβερές camp περσόνες της Θεσσαλονίκης!
Όταν στα είκοσι πέντε μου πια και φουλ ερωτευμένος με άνδρα το αποκάλυψα στον πατέρα μου, έκανε απλώς ότι δεν το άκουσε. Ποτέ δεν είχα την αποδοχή του έτσι κι αλλιώς, με μείωνε και με πρόσβαλλε συχνά, δεν ήμουν, βλέπεις, ο γιος που επιθυμούσε.
Γυμνασιόπαιδο εγώ ακόμα και στο «ψάξιμο» αναφορικά με τη σεξουαλικότητά μου, στεκόμουν τα πρωινά που πήγαινα σχολείο και χάζευα με δέος έξω από τα τρανς μπαρ –που εκείνη την ώρα έκλειναν‒ αυτά τα «εξωτικά» πλάσματα. Ένιωθα να με ελκύουν, ακόμα ελκυστικότερους δε έβρισκα τους άνδρες που τις φλέρταραν.
Δεν ήταν εύκολη η αποδοχή, η μόνη εικόνα ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμου που είχα ως μαθητής ήταν οι ειρωνείες και οι κακεντρέχειες για μια περιώνυμη «αδερφή» της πόλης που «έχει το θράσος να μην κρύβεται, η πουστάρα!». Ανατρίχιαζα στην προοπτική να πιάνανε εμένα αύριο στο στόμα τους. Ήδη στο φροντιστήριο αγγλικών κάποιος με είχε πει «εϊτζικό» από το AIDS, που όταν εμφανίστηκε επέτεινε τον ηθικό πανικό και την ομοφοβία. Οι μουσικές, οι ταινίες, τα διαβάσματα βοηθούσαν μεν, χρειάστηκε όμως αρκετός αγώνας για να ξεπεράσω φόβους, άγχη και ενοχές.
Καθώς δεν κόλλαγα πολύ με τις αγοροπαρέες ‒δεν με ενδιέφεραν τα σπορ, τα γκομενικά, ο εφηβικός χαβαλές‒, άρχισαν να διαδίδονται διάφορα για μένα. Ορισμένοι με προσφωνούσαν στο θηλυκό για να κόψουν αντιδράσεις. Το ότι αρίστευα στα μαθήματα ως αντίβαρο θεωρούνταν επίσης «ύποπτο».
Για ένα διάστημα βρήκα καταφύγιο στην Εκκλησία, όπου έκανα το παπαδοπαίδι, γιατί μόνο εκεί ένιωθα καλοδεχούμενος, κι ας μην ήξεραν για μένα. Προσευχόμουν κιόλας ένθερμα μήπως και «αλλάξω»!
Από ερωτικές εμπειρίες, οι μόνες που είχα μέχρι την ενηλικίωση ήταν παιχνίδια εκεί στα δώδεκα-δεκατρία, τύπου «γιατρός», με άλλα γειτονόπουλα, αγόρια και κορίτσια. Προσπάθησα κιόλας να κάνω σχέση με κορίτσι γιατί έτσι έπρεπε, καταλάβαινα ωστόσο ότι άλλος ήταν ο δρόμος μου.
Θα τον έβρισκα φοιτητής πια στη Θεσσαλονίκη, στα κλαμπ, στα ρέιβ πάρτι, σε όλη εκείνη την ατμόσφαιρα ευωχίας και ελευθεριότητας που χαρακτήριζε τη δεκαετία του ’90. Ακολούθησε το Βερολίνο, όπου ζω και εργάζομαι μέχρι σήμερα.
Πώς το πήραν οι γονείς; Όταν στα είκοσι πέντε μου πια και φουλ ερωτευμένος με άνδρα το αποκάλυψα στον πατέρα μου, έκανε απλώς ότι δεν το άκουσε. Ποτέ δεν είχα την αποδοχή του έτσι κι αλλιώς, με μείωνε και με πρόσβαλλε συχνά, δεν ήμουν, βλέπεις, ο γιος που επιθυμούσε.
Η μητέρα στάθηκε αρχικά υποστηρικτική, όταν όμως έκανα το λάθος να της δείξω τον «Άγγελο» του Κατακουζηνού, φρίκαρε ότι θα καταλήξω κι εγώ με νταβατζή να κάνω πεζοδρόμιο! Ήμουν, φυσικά, τυχερός συγκριτικά με άλλα νέα παιδιά από λιγότερο προνομιούχες οικογένειες. Το κλίμα ήταν μεν συγκρουσιακό, αλλά ούτε με διώξανε ούτε κόψαμε σχέσεις.
Το τι άλλα γίνονταν «υπόγεια» στην πόλη, τα ψωνιστήρια το βράδυ στο πάρκο, τους συμβατικούς γάμους που κάνανε αναγκαστικά γκέι και λεσβίες, τις «διπλές ζωές» που ζούσαν, τα κατάλαβα μεγαλύτερος. Το ’15 πολιτεύτηκα κιόλας εκεί με μια δημοτική κίνηση, δίστασα όμως να βγω ως γκέι, παρότι με παρότρυναν, μη και εκθέσω συγγενείς.
Αν έχουν καλυτερεύσει τα πράγματα στη Δράμα σήμερα για τους ΛΟΑΤΚΙ+; Κοίτα, ο νέος κόσμος είναι ίσως πιο ανοιχτόμυαλος, θέλει όμως ακόμα πολλά κότσια και αντοχές η επαρχία, είτε είσαι μόνος σου είτε ζευγάρι. Με τον σύντροφό μου σκοπεύουμε να παντρευτούμε και να αποκτήσουμε παιδί, εγώ πάλι είμαι δάσκαλος, πιστεύεις ότι θα μας χώραγε ο τόπος; Ακόμα κι εδώ, στη Γερμανία, ένας ανοιχτά γκέι εκπαιδευτικός δεν είναι πάντα ευπρόσδεκτος.
Γιάννης Παρής, ιδιώτης
«Αισθάνομαι ότι η αλήθεια μου δεν ακούγεται πια και δεν υπολογίζεται»
Μεγάλωσα στην Πάτρα και από μικρός «φαινόμουνα», γιατί είχα μια άλφα θηλυκότητα, κάτι που δημιουργούσε διάφορα προβλήματα. Δεν εννοώ μόνο το «κράξιμο», ούτε δουλειά δεν έβρισκα εύκολα εξαιτίας αυτού. Για ένα διάστημα, μάλιστα, δούλεψα σε οίκους ανοχής, εκεί τουλάχιστον με αποδέχονταν όπως ήμουν.
Παρά ταύτα, μέχρι και τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας η πόλη είχε έντονη ερωτική ζωή, δηλαδή υπήρχαν γκέι στέκια, μαγαζιά, παραλίες όπου μπορούσες να αναζητήσεις συντροφιά με την αρμόζουσα, βεβαίως, διακριτικότητα – το «κρυφό» βολεύει περισσότερο, δημιουργεί όμως και κακές νοοτροπίες.
Παλιότερα υπήρχε μεγάλη ερωτική προσφορά, ειδικά παλιότερα που οι γυναίκες ήταν πιο αποκλεισμένες από τη δημόσια σφαίρα και μας είχαν μεγαλύτερη ανάγκη τους γκέι και τις τρανς, μια ανάγκη που έκανε τους κατά τα άλλα στρέιτ να μας σέβονται κάπως περισσότερο.
Και πάλι όμως μας αντιμετώπιζαν ως πολίτες β’ κατηγορίας, να κυκλοφορήσουν μαζί μας έξω οι ντόπιοι ειδικά, ούτε λόγος. Μικρή η κοινωνία, πολλά τα κόμπλεξ. Οι ίδιοι άνθρωποι που τα βράδια τρέχανε ξοπίσω σου, την ημέρα σε στραβοκοιτάγανε ή κάνανε ότι δεν σε ξέρουν. Μόνο όταν ανέβαινα Αθήνα ένιωθα κοινωνικά αποδεκτός, άνθρωπος με αξιοπρέπεια και ίσα δικαιώματα.
Ακόμα και το διάσημο καρναβάλι μας είναι πια «ντεκαυλέ». Πού άλλες εποχές! Γενικά, τα πράγματα, αντί να βελτιώνονται, νομίζω ότι χειροτερεύουν, είναι σαν να γυρνάμε πίσω στη δεκαετία του ’50. Τα «πονηρά» στέκια είναι υπό εξαφάνιση, στα κλαμπ δεν διασκεδάζουν πια μαζί στρέιτ και γκέι, δεν υπάρχει δηλαδή κοινωνικοποίηση, αλισβερίσι. Είμαστε ίσως πιο περιθώριο από παλιά, υπάρχει περισσότερος συντηρητισμός, κακία και ρατσισμός, η δε υποκρισία ζει και βασιλεύει.
Xαίρομαι που και στην Πάτρα πια γίνεται Pride, αυτό είναι μια πολύ θετική εξέλιξη και μια ένδειξη ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε και καλύτερα, ότι δικαιούμαστε και μπορούμε να ζούμε και να ερωτευόμαστε όπως εμείς θέλουμε.
Για παράδειγμα, ένας φίλος που έχασα πρόσφατα, άνθρωπος ήσυχος, που δεν έδινε δικαιώματα ούτε «προκαλούσε», έγινε στα τελευταία του στόχος μια συμμορίας πιτσιρικάδων εκεί στα Ζαρουχλέικα, όπου ζούσε. Υπέφερε τα πάνδεινα ο άμοιρος, τον κράζανε, του πετούσαν πέτρες, φτάσανε τελικά στα δικαστήρια. Δεν του είχε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, στενοχωρήθηκε αφάνταστα και έφυγε με την πίκρα.
Φοβάμαι κι εγώ να κυκλοφορώ χύμα όπως παλιά, προτιμώ συγκεκριμένα μέρη που με ξέρουν και με εκτιμούν. Όχι ότι κλείνομαι σπίτι, αλλά, να, αποφεύγω πλέον να βγαίνω ως τρανς. Αισθάνομαι ότι η αλήθεια μου δεν ακούγεται πια, δεν υπολογίζεται και δεν είναι ανεκτή.
Τις πρώτες μου ουσιαστικές ερωτικές εμπειρίες τις είχα στο στρατό, στο Τατόι, όπου υπηρετούσα. Αλλά και ό,τι σοβαρές σχέσεις έκανα στη συνέχεια, ήταν με άτομα εκτός Πάτρας. Η μάνα μου, σαν το έμαθε, το αντιμετώπισε ψύχραιμα, με αγάπη και κατανόηση, είναι και ο χαρακτήρας της τέτοιος, κανέναν δεν κακολογεί, κάτι που κληροδότησε και σ’ εμένα. Με τον πατέρα μου είχα σοβαρό πρόβλημα, ήθελε μέχρι και να με αποκληρώσει από τα ελάχιστα περιουσιακά στοιχεία που διέθετε, αλλά μετά αρρώστησε και σε συνδυασμό με άλλες οικογενειακές δυσκολίες, αυτό κάπου ξεχάστηκε.
Για το τρανς κομμάτι δεν είχαν ιδέα, δεν ήθελα και να τους εκθέσω. Ακόμα με τους δικούς μου ζω και τώρα εγώ είμαι που τους προσέχω ‒ αν δεν είχα την έννοια τους, θα μετακόμιζα Αθήνα, τόσο έχω χαλαστεί εδώ! Ας μη διαμαρτύρομαι όμως, γνωρίζω ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα που ως παιδιά τράβηξαν πολύ χειρότερα ζόρια.
Χαίρομαι πολύ που σήμερα υπάρχουν άτομα και ομάδες στον ακτιβιστικό χώρο που κάνουν πράγματα και τρέχουν για μας, οι Υπερήφανοι Γονείς, οι Οικογένειες Ουράνιο Τόξο, οι Proud Seniors, το Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών και άλλες οργανώσεις. Έχω επαφές μαζί τους, χαίρομαι επίσης που και στην Πάτρα πια γίνεται Pride, αυτό είναι μια πολύ θετική εξέλιξη και μια ένδειξη ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε και καλύτερα, ότι δικαιούμαστε και μπορούμε να ζούμε και να ερωτευόμαστε όπως εμείς θέλουμε. Η κοινωνία να μάθει να μας σέβεται και αυτό να είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση. Είναι μια ελπίδα, όσο να πεις.
Γιολάντα Καλαντζή, ωκεανογράφος & Γεωργία Αμπατζίδου, νοσηλεύτρια
«Περισσότερο μας απασχολεί το ότι ο νόμος δεν αναγνωρίζει δύο μητέρες»
Η Γεωργία-Γιολάντα και η Γεωργία, 41 και 28 ετών αντίστοιχα, είναι ζευγάρι έξι χρόνια. Έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης και από το ’19 ζουν στο Τριάδι, ένα χωριό λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, έχουν μάλιστα κι ένα αγοράκι ενάμισι έτους που απέκτησε βιολογικά η πρώτη με τεχνική υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και το μεγαλώνουν ως οικογένεια. Στη Θεσσαλονίκη γεννήθηκε και μεγάλωσε η Γιολάντα, στην Κατερίνη η σύντροφός της Γεωργία, ωσότου πήγε για σπουδές στη συμπρωτεύουσα ‒ εκεί γνωρίστηκαν και ταίριαξαν.
«Άργησα να αποδεχτώ πλήρως τη σεξουαλικότητά μου, αυτό συνέβη όταν έκανα το διδακτορικό μου στην Αγγλία. Οι γονείς μου δεν ζούσαν όταν βγήκα προς τα έξω, οπότε δεν μπορώ να ξέρω πώς θα αντιδρούσαν… Το φιλικό και επαγγελματικό μου περιβάλλον ευτυχώς με αγκάλιασε», λέει η Γιολάντα.
«Έλξη για τις γυναίκες ένιωθα από μικρή. Πίστευα ότι ήμουν η μόνη στον κόσμο, τα γνωστά! Στα δεκαέξι έκανα την πρώτη μου σχέση, στα δεκαεννιά το ανακοίνωσα στους δικούς μου. Δεν με αποπήραν, ίσως επειδή από μικρή δούλευα και ήμουν οικονομικά ανεξάρτητη, εκείνοι πάλι ήταν χωρισμένοι και είχαν να νοιαστούν για άλλα τέσσερα παιδιά. Είπαν απλώς ότι “δεν είναι σωστό”», θα πει η Γεωργία.
«Αποφασίσαμε να εγκατασταθούμε σε αυτό το χωριό-προάστιο της Θεσσαλονίκης, αναζητώντας μια καλύτερη ποιότητα ζωής, όπως έχουν κάνει και πολλά στρέιτ ζευγάρια. Δεν θα άλλαζαν πολλά αν μέναμε μέσα στην πόλη, που είναι κιόλας πολύ πιο πίσω από την Αθήνα σε τέτοια θέματα. Εξάλλου, δεν επιδιώκουμε να διαφοροποιούμαστε επίτηδες, όπως δεν θέλουμε και οι άλλοι να μας διαφοροποιούν».
Αν ο μη γένοιτο συμβεί κάτι, η μη βιολογική μητέρα τυπικά δεν έχει κανένα δικαίωμα αναφορικά με το παιδί, ούτε καν να το συνοδεύσει στο σχολείο ή να το πάει σε κάποιο νοσοκομείο, αφού σε όλα τα επίσημα έγγραφα εμφανίζεται με έναν γονέα.
Δεν δυσκολεύτηκαν να βρουν σπίτι, ούτε έχουν ιδιαίτερα θέματα με τη γειτονιά. «Ίσως έχουμε σταθεί τυχερές, είναι πάντως γεγονός ότι δύο γυναίκες μαζί “προκαλούν” λιγότερο από δύο άντρες – αν ήμασταν γκέι άντρες και μάλιστα με παιδί, τα πράγματα ίσως να διέφεραν», λέει η Γιολάντα.
Γεγονός είναι ότι οι γείτονες, που οι περισσότεροι είναι κάποιας ηλικίας άνθρωποι, τις συμπάθησαν πολύ, υποδέχτηκαν επίσης πολύ θετικά τον ερχομό ενός παιδιού που θα μεγαλώνουν δύο μαμάδες, «μας φέρνουν δώρα, καλούδια, τέτοια». Κυκλοφορούν άνετα χέρι-χέρι, πάνε οικογενειακώς στην παιδική χαρά:
«Μόνο ένας περίεργος εδώ παρακάτω μπορεί να πει κανένα χαζό, το κάνει όμως σε όλους, οπότε δεν δίνουμε σημασία. Ξέρουμε βέβαια ότι η εικόνα αυτή δεν είναι αντιπροσωπευτική του πόσο αποδέχεται τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα η ελληνική επαρχία ‒στην Κατερίνη π.χ. θα είχαμε σίγουρα χειρότερες εμπειρίες‒, ωστόσο είναι ενθαρρυντική».
Φοβούνται ότι τα δύσκολα θα αρχίσουν όταν ο μικρός ξεκινήσει το σχολείο, πώς θα τον αντιμετωπίσουν τα άλλα παιδιά και οι γονείς τους, πώς θα αντιμετωπίσουν τις ίδιες, αν θα είναι υποστηρικτικοί οι δάσκαλοι. «Θα είναι σίγουρα μια δοκιμασία, είμαστε όμως αποφασισμένες να την περάσουμε».
Εκείνο που τις απασχολεί περισσότερο είναι ότι ο νόμος δεν αναγνωρίζει δύο μητέρες, ακόμα κι αν έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. «Η μία από μας για την πολιτεία είναι ανύπαρκτη. Το παράδοξο είναι ότι, ενώ συμβαίνει αυτή η διάκριση, η εφορία το εισόδημά μας το μετράει σαν ένα, άρα ούτε γονεϊκό επίδομα δικαιούμαστε», λέει η Γιολάντα.
«Ακόμα χειρότερα, αν ο μη γένοιτο συμβεί κάτι, η μη βιολογική μητέρα τυπικά δεν έχει κανένα δικαίωμα αναφορικά με το παιδί, ούτε καν να το συνοδεύσει στο σχολείο ή να το πάει σε κάποιο νοσοκομείο, αφού σε όλα τα επίσημα έγγραφα εμφανίζεται με έναν γονέα. Η από κοινού γονεϊκότητα για ομόφυλα ζευγάρια είχε προβλεφθεί στον νόμο για το σύμφωνο συμβίωσης, αλλά η σχετική πρόβλεψη αφαιρέθηκε τελευταία στιγμή.
Όταν πήγαμε να κάνουμε εμείς το σύμφωνο, ήμουν ήδη έγκυος στον όγδοο μήνα. Η χαρά μας μετριάστηκε όταν την ίδια μέρα αναγκάστηκα να υπογράψω διαθήκη που γράφει ότι αν πάθω κάτι πριν το παιδί μας κλείσει τα δεκαοκτώ, επιθυμώ να υιοθετηθεί από τη σύντροφό μου. “Επιθυμώ”, γιατί δυστυχώς δεν υπάρχει καμία νομική δέσμευση.
Αν κάποιος συγγενής διεκδικήσει την κηδεμονία, θα μπορούσε θεωρητικά να την πάρει, κι ας μεγάλωσε το παιδί με δύο μαμάδες. Ο παπάς στην εκκλησία όπου το βαφτίσαμε ήταν, φανταστείτε, πιο προοδευτικός, μας υποδέχτηκε όπως κάθε άλλη οικογένεια! Είναι βέβαια κι εκείνος περίπτωση, κληρικός πολύ ανοιχτόμυαλος».
Κλεονίκη Γιαννακοπούλου, ψυχολόγος, Υπερήφανοι Γονείς
«Προτιμώ ένα παιδί χαρούμενο και υγιές, κι ας ανήκει σε όποιο φάσμα του ουράνιου τόξου επιθυμεί»
Οι Υπερήφανοι Γονείς δημιουργήθηκαν στην Αθήνα το 2016. Τους ανακάλυψα πριν από λίγο καιρό, ψάχνοντας να βρω πώς να διαχειριστώ καλύτερα την περίπτωση του μικρότερου από τα τέσσερα παιδιά μου, που έχει διαφορετική έκφραση φύλου.
Στην ομάδα μας μπορεί να απευθυνθεί για πρακτικές συμβουλές, ψυχολογική στήριξη και ενδυνάμωση κάθε γονέας ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιού και είναι σημαντικό αυτό γιατί έχουμε όλοι λίγο-πολύ κοινά βιώματα. Μαθαίνουμε, επίσης, πώς μπορούμε να κατανοήσουμε και να σταθούμε καλύτερα στα παιδιά μας, ξεπερνώντας στερεότυπα και κοινωνικές προκαταλήψεις.
Το γονεϊκό «come out» είναι μια εξίσου δύσκολη υπόθεση, το ευχάριστο ωστόσο είναι ότι η ανταπόκριση μεγαλώνει. Όλο και περισσότεροι γονείς απ’ όλη την Ελλάδα επικοινωνούν με την ομάδα –το Ίντερνετ βοηθά πολύ σε αυτό‒, αρκετοί μάλιστα με παιδιά σε αρκετά νεαρές ηλικίες, κάτι που δείχνει ότι και τα παιδιά εκφράζουν τον εαυτό τους νωρίτερα αλλά και ότι οι γονείς ακούνε περισσότερο και αναγνωρίζουν ευκολότερα, ότι η κοινωνία εξελίσσεται και η ορατότητα αυξάνεται. Εδώ πιστεύω ότι παίζει ρόλο και η δουλειά που έχουν κάνει οι ΛΟΑΤΚΙ+ συλλογικότητες.
Εγώ στην ομάδα βρήκα μια ζεστή αγκαλιά και στήριξη. Οι μητέρες, οι γυναίκες, γενικά είναι πιο δεκτικές, οι άνδρες κουβαλάνε μια ταυτότητα φύλου περισσότερο σκληρή και άκαμπτη, γι’ αυτό ίσως χρειάζονται περισσότερη φροντίδα και κατανόηση. Υπάρχουν, βεβαίως και ‒όλο και περισσότεροι‒ πατεράδες που επικοινωνούν μ’ εμάς. Πατεράδες και μανάδες που απελευθερώνονται από ανασφάλειες και ενοχές γίνονται οι πιο υπέροχοι γονείς!
Ανησυχώ κυρίως για το πώς θα αντιμετωπίσει το παιδί μου αύριο μια κοινωνία προσκολλημένη στο δίπολο αρσενικό-θηλυκό, ειδικά μια κοινωνία επαρχιακής πόλης. Αλλά αυτό δεν αλλάζει ότι πρώτη μου προτεραιότητα είναι η ευτυχία των παιδιών μου.
Όταν γεννήθηκε το δικό μου παιδί, του αποδόθηκε το αρσενικό βιολογικό φύλο. Σήμερα είναι έξι χρονών και ήδη από τα τρία είχε έντονες ανησυχίες. Είχε δει, για παράδειγμα, έναν εφιάλτη ότι στον παιδικό σταθμό ένα κοριτσάκι το έδειχνε λέγοντας «εσύ δεν είσαι κορίτσι».
Αρχικά δεν αντιλήφθηκα γιατί το θεωρούσε εφιάλτη αυτό, αλλά παρατηρώντας το διαπίστωσα μια σταθερή προτίμηση σε κοριτσίστικα ρούχα, παιχνίδια, ρόλους. Δεν πειραματιζόταν απλώς, ένιωθε κορίτσι, φαινόταν στην όλη συμπεριφορά του. Κάποια στιγμή, μάλιστα, παρομοίασε τον εαυτό του με μονόκερο, αγνοώντας φυσικά τον συμβολισμό – εντυπωσιάστηκα! Έχοντας μεγαλώσει ήδη τρία αγόρια, καταλάβαινα τη διαφορά και αποφάσισα να το αφήσω να εκφραστεί ελεύθερα.
Ήδη στην οικογένεια χρησιμοποιούμε θηλυκές αντωνυμίες για την Αννούλα. Τα αδέλφια της, που σήμερα είναι επτά, δώδεκα και δεκατεσσάρων ετών, είναι πολύ υποστηρικτικά γιατί έτσι έχουν μεγαλώσει. «Δεν μπορεί να λέει ότι είναι Αννούλα, αφού είναι αγόρι», είπε τις προάλλες μια γειτόνισσα. «Μπορεί, και θα είναι ό,τι θέλει!», της απάντησε ο επτάχρονος αδελφός της, δίνοντας το μήνυμα ότι όλη η οικογένεια είμαστε ok με αυτό. Αν τώρα μεθαύριο το παιδί αποφασίσει ότι τελικά αισθάνεται αγόρι, πάλι δίπλα του θα είμαστε, το ίδιο.
Είναι αλήθεια ότι ο πατέρας ζορίστηκε να το αποδεχτεί, ήμουν όμως εξαρχής κάθετη και δεν άφησα περιθώρια. Ωστόσο μάλλον ανήκω στις εξαιρέσεις, με κουλτούρα αποδεκτική, ίσως και ως ψυχολόγος. Ανησυχώ κυρίως για το πώς θα αντιμετωπίσει το παιδί μου αύριο μια κοινωνία προσκολλημένη στο δίπολο αρσενικό-θηλυκό, ειδικά μια κοινωνία επαρχιακής πόλης. Αλλά αυτό δεν αλλάζει ότι πρώτη μου προτεραιότητα είναι η ευτυχία των παιδιών μου.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι βιολογικό και κοινωνικό φύλο δεν ταυτίζονται απαραίτητα, ότι η έκφραση φύλου δεν προεξοφλεί και τη σεξουαλικότητα ενός ατόμου, ότι αυτό δεν αφορά το κρεβάτι αλλά την αυτοσυνείδησή του, το «ποιος/-α είμαι», όχι το «με ποιον/-α θα πάω». Προσωπικά, προτιμώ ένα παιδί χαρούμενο και υγιές, κι ας ανήκει σε όποιο φάσμα του ουράνιου τόξου επιθυμεί. Είμαι σίγουρη ότι υπάρχουν κι άλλα παιδιά σαν το δικό μου και εδώ, στην Καλαμάτα, και παντού.
Δεν είναι όλοι το ίδιο δεκτικοί, ο αδελφός μου π.χ. λέει ότι αν το «συμβούλευα», όποτε φερόταν κοριτσίστικα, θα «διορθωνόταν», η μητέρα μου το αντιμετωπίζει σαν να έχει κάποια πάθηση, αλλά όλα αυτά δεν με αποπροσανατολίζουν από το παιδί μου και την ευτυχία του.
Από πέρσι η Αννούλα πηγαίνει νήπιο και εξαρχής ξεκαθάρισα στις δασκάλες ότι επειδή η ταυτότητα φύλου της είναι ρευστή, θα πηγαίνει όπως θέλει ντυμένο και θα παίζει με ό,τι παιχνίδια επιθυμεί, χωρίς να δέχεται «διορθωτικές» υποδείξεις. Αυτό έγινε σεβαστό και η μικρή τα πάει μια χαρά, αν και εκεί δεν εκφράζεται το ίδιο ελεύθερα.
Δεν αρκούν, λοιπόν, οι καλές προθέσεις και οι προοδευτικές ιδέες, χρειάζεται εκπαίδευση στα θέματα αυτά τόσο για εκπαιδευτικούς όσο και για γονείς αλλά και παιδιά. Στην περίπτωση του παιδιού μου, μόνο κάποια αγόρια σχολίασαν «γιατί ντύνεσαι κοριτσίστικα, αφού είσαι αγόρι;», ενώ τα κορίτσια το δέχτηκαν ως κορίτσι.
Και είναι καλό η εκπαίδευση να γίνεται ήδη από τις μικρές ηλικίες, γιατί τα προβλήματα που μπορεί να βγουν στην εφηβεία ή πιο μετά είναι σαφώς μεγαλύτερα. Αυτό που μας εμποδίζει να αποδεχτούμε το «άλλο από μας» είναι η άγνοια και η προσωπική μας δυστυχία.
Υπερήφανοι Γονείς, 6977 839037, Facebook
Νάνσυ Παπαθανασίου & Έλενα Όλγα Χρηστίδη, Επιστημονικές συνυπεύθυνες Orlando LGBT+ και Γραμμής Ψυχολογικής Υποστήριξης 11528
«Έχει σημασία να μπορούν οι γονείς να στηρίζουν τα παιδιά τους και όχι να καλούνται τα παιδιά να κρύβουν τις ταυτότητές τους»
Οι γονείς ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιών δέχονται στίγμα και διακρίσεις όχι λόγω μιας ταυτότητας που οι ίδιοι έχουν αλλά λόγω της ταυτότητας του παιδιού τους. Στη διεθνή βιβλιογραφία αυτό ονομάζεται «τιμητικό στίγμα» (courtesy stigma) και είναι γνωστό στους επαγγελματίες ψυχικής υγείας. Όπως κάθε στιγματισμένη ομάδα που δέχεται διακρίσεις, χρειάζονται κι αυτοί στήριξη και ενίσχυση.
Η στάση των γονέων και η στήριξη που δίνουν (ή δεν δίνουν) στα ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιά τους είναι ιδιαίτερα σημαντική. Γνωρίζουμε ότι μια υποστηρικτική οικογένεια μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα στη διαβρωτική επίδραση των διακρίσεων κάθε είδους, που όταν αφορά χαρακτηριστικά που γονείς και παιδιά έχουν κοινά, είναι σχεδόν αυτονόητη.
Στην περίπτωση των ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιών, όμως, τα στιγματισμένα χαρακτηριστικά (δηλαδή ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου) δεν είναι κοινά με αυτά των γονέων, που στη συντριπτική τους πλειονότητα τους είναι cis στρέιτ άτομα. Προκειμένου λοιπόν να στηρίξουν τα παιδιά τους, συχνά χρειάζεται να μετακινηθούν και οι ίδιοι, να αντιμετωπίσουν τις δικές τους ομοφοβικές και τρανσφοβικές πεποιθήσεις.
Είναι επίσης συχνό φαινόμενο οι γονείς αυτοί να αναζητούν στήριξη για το παιδί τους αλλά όχι για τους ίδιους, είτε επειδή θεωρούν ότι δεν δυσκολεύονται τόσο είτε επειδή δεν αισθάνονται έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τη δική τους ομοφοβία. Το λέω με σιγουριά αυτό γιατί, μεγαλώνοντας και ζώντας σε ομοφοβικές και τρανσφοβικές κοινωνίες, αναπόφευκτα σχεδόν εκκινούμε από αυτήν τη θέση.
Μία από τις πιο συνηθισμένες αγωνίες είναι αν το ΛΟΑΤΚΙ+ παιδί τους θα μπορέσει να είναι ευτυχισμένο: εκεί η απάντηση είναι ότι κανείς σεξουαλικός προσανατολισμός και καμία ταυτότητα φύλου δεν διασφαλίζει την ευτυχία ή τη δυστυχία. Ένα παιδί, όμως, που οι γονείς του το στηρίζουν στις ταυτότητές του και είναι και οι ίδιοι καλά μπαίνει στη ζωή με περισσότερους πόρους, με μεγαλύτερη προστασία απέναντι στην αντιξοότητα.
Έτσι, οι γονείς ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιών μπορεί να βρεθούν στη θέση τόσο να δέχονται στίγμα και ομοφοβία όσο και να έχουν ομο/τρανσφοβικές αντιδράσεις απέναντι στα παιδιά τους, ακόμη και αν οι ίδιοι δεν θέλουν να είναι συνειδητά ομοφοβικοί ή τρανσφοβικοί.
Έχει όμως σημασία να μπορούν οι γονείς να στηρίζουν τα παιδιά τους και όχι να καλούνται τα παιδιά να κρύβουν τις ταυτότητές τους, επειδή οι γονείς τους δυσκολεύονται. Για να συμβεί αυτό χρειάζεται να έχουν κι εκείνοι ένα ασφαλές πλαίσιο να μιλήσουν για όσα τους απασχολούν, να εξερευνήσουν τα δικά τους συναισθήματα και τη δυσκολία που πιθανόν αντιμετωπίζουν.
Είναι πολλοί, πια, οι γονείς που καλούν στη ΛΟΑΤΚΙ+ Γραμμή Ψυχολογικής Υποστήριξης 11528 για να ρωτήσουν πράγματα που πιθανόν δεν καταλαβαίνουν, να μιλήσουν για όσα τους ανησυχούν στο πλαίσιο ενός ασφαλούς χώρου όπου μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα.
Μία από τις πιο συνηθισμένες αγωνίες είναι αν το ΛΟΑΤΚΙ+ παιδί τους θα μπορέσει να είναι ευτυχισμένο: εκεί η απάντηση είναι ότι κανείς σεξουαλικός προσανατολισμός και καμία ταυτότητα φύλου δεν διασφαλίζει την ευτυχία ή τη δυστυχία. Ένα παιδί, όμως, που οι γονείς του το στηρίζουν στις ταυτότητές του και είναι και οι ίδιοι καλά μπαίνει στη ζωή με περισσότερους πόρους, με μεγαλύτερη προστασία απέναντι στην αντιξοότητα.
Μια ομοφοβική κοινωνία ενοχοποιεί τόσο τους γονείς όσο και τα ίδια τα ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιά που βγαίνουν προς τα έξω. Τα τελευταία ενοχοποιούνται, αναλαμβάνοντας μια ευθύνη που σε καμία περίπτωση δεν τους αναλογεί. Κανένα παιδί, κανένα άτομο δεν ευθύνεται για το στίγμα που δέχεται, για τις καταπιέσεις που δημιουργούν η ομοφοβία και η τρανσφοβία στο ίδιο και στους οικείους του.
Ταυτόχρονα, οι γονείς φέρουν το βάρος του «τι έχω κάνει λάθος». Εδώ έχουμε ευθύνη και οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας, γιατί δεν έχουμε πει όσο δυνατά χρειάζεται ότι δεν υπάρχει κάτι λάθος με τις ΛΟΑΤΚΙ+ ταυτότητες, ότι κάθε σεξουαλικός προσανατολισμός και κάθε ταυτότητα φύλου είναι φυσιολογική ποικιλομορφία, όχι κάτι για το οποίο θα πρέπει να ντρέπεται κανείς.
Μερικές φορές αντιμετωπίζουμε τους γονείς ως υπερανθρώπους που θα έπρεπε να μην είναι δέσμιοι των ίδιων προκαταλήψεων, προϊόντων της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Ιδανικά κάθε παιδί θα έπρεπε να έχει εξαρχής τη στήριξη και την αγάπη των γονιών του, ανεξάρτητα από τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου του ή όποιο άλλο χαρακτηριστικό ή επιλογή του.
Ιδανικά, επίσης, κάθε άτομο πριν γίνει γονιός θα έπρεπε να ξέρει να απαντήσει γιατί το κάνει: ποιες ανάγκες του καλύπτει, τι προσδοκίες έχει, τι νοηματοδότηση δίνει στη γονεϊκότητα. Δυστυχώς, όμως, αυτήν τη συζήτηση δεν την κάνουμε ποτέ, κι αυτή είναι μία από τις μεγαλύτερες παθογένειες. Θα την αντιστρέψουμε λίγο, προσπαθώντας να δώσουμε μια άλλη οπτική: αν κάναμε παιδιά χορτασμένοι από τη ζωή μας, γνωρίζοντας και εκπληρώνοντας τις δικές μας βαθιές επιθυμίες, θα μας ήταν πιο εύκολο να τα στηρίξουμε, όταν οι δρόμοι που θα ακολουθούσαν θα μας ήταν ξένοι;
Πηγή : lifo.gr