«Είμαι από τη Συρία αλλά η μαμά μου είναι Ελληνίδα»
Θα μπορούσε να είναι σενάριο ταινίας. Μια Ελληνίδα γυναίκα επισκέπτεται μια πρόχειρη δομή φιλοξενίας προσφύγων στην Πύλη Ε2 στον Πειραιά. Εχει πάει για να βοηθήσει μετά την πρόσκληση μιας φίλης της από μια ΜΚΟ. Είναι Μάρτιος του 2017 και η Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα μεγάλο κύμα μεταναστών, εκ των οποίων πολλοί προέρχονταν από τη δοκιμαζόμενη από τον εμφύλιο πόλεμο Συρία.
Οι νεοαφιχθέντες έχουν περάσει με τα πόδια από τη Συρία στην Τουρκία, και έπειτα διέσχισαν τη θάλασσα με αυτοσχέδια φουσκωτά από την Τουρκία στην Ελλάδα. Πολλοί δεν τα κατάφεραν καν. Κάποιοι αποβιβάστηκαν στη Χίο και στη συνέχεια τους μετέφεραν στον πρόχειρο καταυλισμό στον Πειραιά.
Η Βάσω ανοίγει μια από τις σκηνές για να μοιράσει ρούχα, πάνες, γάλα. Προβάλλει ένα μελαχρινό κεφαλάκι. Η μικρή Σουμάγια κοιτάζει τη Βάσω και της χαμογελάει. Έχει μόλις φτάσει στην Ελλάδα από το Χαλέπι της Συρίας μαζί με τη γιαγιά της.
«Κατέβηκα για λίγο και τελικά έμεινα τρεις μέρες. Γύρισα σπίτι, έκανα μπάνιο και άρχισα να πηγαίνω καθημερινά. Μαγειρεύαμε, απασχολούσαμε τα παιδιά, καθαρίζαμε τουαλέτες, κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να απαλύνουμε τον πόνο αυτών των ανθρώπων. Εκεί πρωτοείδα τη Σουμάγια» λέει σήμερα στην «Κ» η Βάσω Βανταλή, 55 χρόνων, στο σπίτι της στην Αγία Παρασκευή όπου συναντώ την ασυνήθιστη αυτή «οικογένεια».
«Στις 10 Μαρτίου με φώναξε ένας φίλος, ο Νιζάρ, και μου είπε: “Είναι ένα κοριτσάκι σε μια σκηνή. Δεν τρώει, δεν βγαίνει. Δεν έρχεσαι εσύ που τα πας καλά με τα παιδιά, μήπως την καταφέρεις;” Πήγα και είδα τη Σουμάγια εκεί στη σκηνή. Με νοήματα μιλάγαμε. Της είπα το όνομά μου και εκείνη το δικό της. Της απάντησα “κόλλα πέντε”. Την κατάφερα, βγήκε από τη σκηνή, έφαγε κάτι, μου χαμογέλασε».
Προσπαθούσα με νοήματα να τους κάνω να νιώσουν σαν στο σπίτι τους. Γέμισα τη μπανιέρα και η Σουμάγια έκανε μπάνιο ύστερα από μέρες. Είχε μια απεριόριστη χαρά.
Ύστερα από μερικές μέρες δόθηκε η δυνατότητα σε κάποιους από τους εθελοντές να φιλοξενήσουν πρόσφυγες στο σπίτι τους, για μια δύο μέρες. Να κάνουν ένα μπάνιο, να φάνε ένα πιάτο φαγητό. Η Βάσω πήρε τη σχετική άδεια και πήρε τη Σουμάγια στο σπίτι της, μαζί με τη γιαγιά της που τη συνόδευε. «Ήρθαν στο σπίτι. Τότε έμενα στα Μελίσσια. Όταν είδε τη γάτα μου η Σουμάγια τρόμαξε. Μετά ξεσπάσαμε σε γέλια. Προσπαθούσα με νοήματα να τους κάνω να νιώσουν σαν στο σπίτι τους. Γέμισα τη μπανιέρα και η Σουμάγια έκανε μπάνιο ύστερα από μέρες. Είχε μια απεριόριστη χαρά» θυμάται η Βάσω.
Τους επόμενους οκτώ μήνες, το κορίτσι περνούσε κάποιες μέρες στο σπίτι της Βάσως, είτε μόνη είτε συνοδευόμενη από τη γιαγιά της. Η οικογενειακή κατάσταση του κοριτσιού ήταν πολύπλοκη, αφού ο πατέρας της ήταν αντάρτης και η τύχη του αγνοείται από την ημέρα που τον συνέλαβαν άντρες του Ασαντ. Η δε μητέρα της έφυγε αμέσως μετά για τον Λίβανο, όπου ζει σήμερα με τη νέα της οικογένεια. Τη φροντίδα της ανέλαβε η γιαγιά της, η Ράβια.
«Έπειτα τους μετέφεραν σε δομή στον Σκαραμαγκά και οι συνθήκες ήταν καλύτερες. Αρχές Σεπτεμβρίου έγραψα τη Σουμάγια στο Δημοτικό. Περάσαμε μια μεγάλη διαδικασία για να γίνει αυτό. Μέσω εισαγγελίας πήρε η γιαγιά την προσωρινή κηδεμονία και με εξουσιοδότησε ώστε να μπορέσω να γράψω τη μικρή στο σχολείο».
Το κορίτσι πήγε πρώτη δημοτικού στα Μελίσσια. Ξεκίνησε να μαθαίνει ελληνικά, να γράφει, να διαβάζει. Και στα τέλη Σεπτεμβρίου έγινε δεκτό το αίτημα ασύλου που είχαν κάνει γιαγιά και εγγονή να πάνε στη Φινλανδία. Εκεί είχαν πάει ήδη κάποιοι συγγενείς τους από τη Συρία και επιπλέον η χώρα προσέφερε μεγάλη οικονομική και ψυχολογική στήριξη στους πρόσφυγες. Η Βάσω τότε ενδιαφέρθηκε και ρώτησε αν θα μπορούσε να προχωρήσει σε κάποιο είδος αναδοχής. Λόγω, όμως, της κατάστασης και της νομοθεσίας που διέπει το καθεστώς των προσφύγων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον.
«Φύγανε 30 Οκτωβρίου. Μια δύσκολη στιγμή και για τις δυο μας. Τώρα που το σκέφτομαι όμως, καλύτερα που έφυγε το παιδί και πήγε εκεί γιατί εδώ χωρίς επίσημη αναδοχή δεν θα υπήρχε η δυνατότητα να ζήσουν καλά. Δεν θα είχαν όλα αυτά που τους παρέχει η Φινλανδία σαν χώρα» ομολογεί η Βάσω, συγκινημένη.
Το ταξίδι για τη Φινλανδία
«Δεν θυμάμαι την ημέρα του αποχωρισμού ή δεν θέλω να τη θυμάμαι» λέει η Σουμάγια, στο σαλόνι του σπιτιού στην Αγία Παρασκευή, όπου κάθονται οι δύο γυναίκες περιμένοντας να φωτογραφηθούν. Έχουν την άνεση που χαρακτηρίζει μάνα και κόρη. Κάνουν αστεία, πειράζονται, τσακώνονται. Έχουν βαφτεί και ντυθεί και ποζάρουν. Μιλάνε ελληνικά, ενώ αραβικές λέξεις και αγγλικές πάνε και έρχονται. «Υπάρχει ωστόσο μια φωτογραφία από εκείνη την ημέρα, που φαίνομαι παγωμένη, ανέκφραστη» θυμάται το 15χρονο κορίτσι. «Αυτό που σίγουρα δεν θα ξεχάσω είναι το συναίσθημα που είχα, πως δεν θα την ξαναδώ. Μπήκαμε στο αεροπλάνο και βρεθήκαμε σε ένα παγωμένο μέρος. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ χιόνι, σε ένα καμπ μέσα στο δάσος που ήταν παλιές φυλακές. Μέναμε σε κάτι μικρά σπιτάκια που ήταν των υπαλλήλων» διηγείται.
«Πήγαν στην άκρη του κόσμου. Αλλά 16 μέρες μετά, πήρα το αεροπλάνο και πήγα και τις βρήκα» λέει η Βάσω. Φιλοξενούνταν σε μια δομή μέσα στο δάσος σε μια περιοχή που λέγεται Τζουτσένο, 3,5 ώρες με το τρένο από το Ελσίνκι. Για να εισέλθω στη δομή χρειάστηκε να μπω κρυφά και να κρυφτώ μέσα σε μια ντουλάπα, καθώς δεν είχα άδεια. Όμως στη συνέχεια μου επέτρεψαν να μπω, να πάρω λίγο το κορίτσι μαζί με τη γιαγιά της στο ξενοδοχείο όπου έμενα» περιγράφει. Έκτοτε το ταξίδι Ελλάδα – Φινλανδία έλαβε χώρα πολλές φορές, αμφίδρομα. Η σχέση συντηρήθηκε όλα αυτά τα χρόνια, με μεγάλη προσπάθεια και από τις δυο πλευρές. «Ήταν άλλοτε εύκολα και άλλοτε δύσκολα» περιγράφουν σήμερα και οι δύο.
Σήμερα, πιο δυνατή, βοηθάω εγώ τα αδύναμα παιδιά, τα προστατεύω.
«Άλλαξα αρκετά σχολεία. Στην αρχή αντιμετώπισα και ρατσισμό, δεν μιλούσα τη γλώσσα, μου κάνανε μπούλινγκ, δεν είχα φίλους» εξομολογείται η Σουμάγια στην «Κ». «Αλλά μετά ήρθαμε στο Ελσίνκι και τα πράγματα ήταν καλύτερα, είχε και άλλα παιδιά πρόσφυγες, παιδιά μεταναστών. Σήμερα, πιο δυνατή, βοηθάω εγώ τα αδύναμα παιδιά, τα προστατεύω» λέει με αυτοπεποίθηση. «Πέρα από τη γιαγιά μου, όλα αυτά τα χρόνια, είχα τη Βάσω δίπλα μου, αισθανόμουν ασφάλεια».
«Περνούσαμε φάσεις που μιλούσαμε και πέντε και έξι φορές την ημέρα, από τη ώρα που ετοιμάζονταν για το σχολείο έως το βράδυ που της διάβαζα για να κοιμηθεί» προσθέτει η Βάσω. «Τη βοηθούσα και στα μαθήματα, όσο μπορούσα, στα αγγλικά για παράδειγμα. Αν και δεν μπορούσα να έχω επαφή με τον κοινωνικό λειτουργό της, εκείνος γνώριζε πάντα την ύπαρξη μου και χωρίς ποτέ να παραβιάζει τον νόμο άφηνε ένα περιθώριο για τις δυο μας».
Περνούσαμε φάσεις που μιλούσαμε και πέντε και έξι φορές την ημέρα, από τη ώρα που ετοιμάζονταν για το σχολείο έως το βράδυ που της διάβαζα για να κοιμηθεί.
Ωστόσο οι προκλήσεις ήταν αμέτρητες. Και πίσω στην Ελλάδα. «Υπάρχει ρατσισμός και στη Φινλανδία αλλά και εδώ. Πολλοί, όταν είδαν πως μπήκε στη ζωή μου ένα κορίτσι από τη Συρία, απομακρύνθηκαν. Εδώ στην Ελλάδα το καταλαβαίνεις από τους μορφασμούς, από τις κουβέντες που θα σου πει κάποιος χωρίς λόγο. Οι Φινλανδοί δεν είναι έτσι. Έχουν αυτό το κέρινο πρόσωπο που δεν το καταλαβαίνεις. Είναι απόλυτα ευγενικοί και μόλις γυρίσεις την πλάτη από μέσα τους φρίττουν».
Η θρησκεία είναι και αυτή μια πρόκληση. «Στην Ελλάδα μια μουσουλμάνα δεν είναι πάντοτε αποδεκτή από όλους» λέει η Βάσω τονίζοντας ότι η ίδια αντιμετώπισε τις επιλογές της Σουμάγια με ανοιχτό μυαλό. «Σέβομαι την κουλτούρα της και δεν επεμβαίνω. Άλλωστε η Σουμάγια είναι και λίγο Ευρωπαία, εδώ έχει μεγαλώσει».
«Η Βάσω σέβεται τον κόσμο μας και εγώ τον δικό της» προσθέτει η Σουμάγια. «Το αν θα φορέσω μαντίλα είναι δική μου απόφαση. Και η γιαγιά μου το ίδιο μου λέει, “αν θες φοράς, αν δεν θέλεις δεν φοράς”. Η Βάσω και η γιαγιά πρέπει να συνεργαστούν» λέει γελώντας επισημαίνοντας τη σχέση της γιαγιάς με τη Βάσω. «Δεν ήταν μόνο το κορίτσι, είναι και η γιαγιά της, μια δύσκολη εξίσωση» εξηγεί η Βάσω. «Αυτό που μας δένει είναι η αγάπη μας για τη Σουμάγια. Kαι οι δύο θέλουμε το καλύτερο για εκείνη, αυτό μας οδηγεί».
«Είμαι μισή Ελληνίδα και μισή Σύρια»
«Λέω σε όλους πως είμαι μισή Ελληνίδα και μισή Σύρια. Είμαι από τη Συρία, αλλά η μαμά μου είναι Ελληνίδα» τονίζει. «Θα ήθελα να έρθω να ζήσω στην Ελλάδα μόλις ενηλικιωθώ» εκφράζει τη βαθιά του επιθυμία το νεαρό κορίτσι.
«Δεν ήταν σχεδιασμένο. Δεν σηκώθηκα μία μέρα και είπα θα πάω εκεί και άμα βρω και ένα παιδάκι θα το πάρω. Δεν μου είχε καν περάσει από το μυαλό» εξηγεί από την πλευρά της η Βάσω. «Είναι πολλοί αυτοί που με κοιτάζουν και λένε “τώρα τι πήγε και έκανε αυτή;” Όμως μέσα από αυτή τη διαδικασία, μέσα από όλη αυτή την αγάπη, έκανα και εγώ πολύ μικρά βήματα. Για να μπορώ να συνυπάρξω με το κορίτσι αλλά και για να μπορέσω να αντιμετωπίσω όσα συνέβαιναν γύρω μου».
Νομίζω πως στο τέλος πήρα πολλά παραπάνω από όσα έχω δώσει.
«Εγώ κάποια στιγμή είχα πει πως στη ζωή μου ο Θεός δεν μου έδωσε παιδιά γιατί με αυτή τη δουλειά που κάνω (σ.σ. είναι διοργανώτρια εκδηλώσεων) πού θα ήταν τα παιδιά; Θα έτρεχα σε γάμους και σε βαφτίσια και το παιδί θα ήταν πίσω. Όταν ήρθε η Σουμάγια τα πράγματα ήταν αλλιώς. Αυτόματα έβρισκα χρόνο, έβρισκα τρόπους και για να είμαι μαζί της και για να δουλεύω. Γιατί πριν δεν το είχα αυτό. Και νομίζω πως στο τέλος πήρα πολλά παραπάνω από όσα έχω δώσει».
«Έχω μάθει πάρα πολλά πράγματα από εκείνη, είναι πάρα πολύ δυνατή» συνεχίζει. «Πολλές φορές όταν λυγίζω ή όταν έχω δικά μου θέματα, σκέφτομαι αυτό το παιδί και λέω “Είναι δυνατόν να ασχολείσαι με αυτά; Σκέψου αυτό το παιδί τι έχει περάσει και πώς είναι και πώς στέκεται. Με όλα τα προβλήματα που έχει”. Παλιά φοβόμουν για εκείνη, έλεγα “Αυτό το κορίτσι με όλα όσα κουβαλάει, τι θα κάνει;” Τώρα δεν έχω φόβο. Τη βλέπω έτσι που ανθίζει και χαίρομαι με όλα αυτά που έχει καταφέρει. Και λέω ότι έχω παίξει και εγώ έναν μικρό ρόλο γιατί τα περισσότερα τα έχει καταφέρει μόνη της».
Παλιά φοβόμουν για εκείνη, έλεγα “Αυτό το κορίτσι με όλα όσα κουβαλάει, τι θα κάνει;” Τώρα δεν έχω φόβο. Τη βλέπω έτσι που ανθίζει και χαίρομαι με όλα αυτά που έχει καταφέρει. Και λέω ότι έχω παίξει κι εγώ έναν μικρό ρόλο, γιατί τα περισσότερα τα έχει καταφέρει μόνη της.
Η συνέντευξη κλείνει με ένα αστείο. Αλλά οι δύο γυναίκες έχουν ήδη δακρύσει, είναι συγκινημένες. Η Βάσω μας τρατάρει σιροπιαστά για παρηγοριά. Η γιαγιά δεν καταλαβαίνει τι λέμε, δεν μιλάει ελληνικά, αλλά νεύει με τα μάτια. Η Σουμάγια μας λέει πως τώρα με την πτώση του καθεστώτος Ασαντ θέλει να πάει πίσω, να αναζητήσει τον πατέρα της. Το όνομά του δεν ήταν στη λίστα με τους νεκρούς και πιστεύει πως είναι ακόμη ζωντανός. Θέλει να δει την αδερφή της που είναι ακόμη στο Χαλέπι με τους άλλους παππούδες της, με την οποία επικοινωνεί καθημερινά μέσω WhatsApp. «Δεν φοβάσαι;» τη ρωτάω. «Δεν φοβάμαι όχι» μου απαντάει. «Θα έρθει και η Βάσω μαζί μου».
Πηγή: kathimerini.gr