Accessibility Tools

Skip to main content

Πολιτική παιδικής προστασίας που οδηγεί στην ένταξη

Η Ελλάδα, όπως και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια διπλή πρόκληση: τη δημογραφική συρρίκνωση και την έλλειψη εργατικού δυναμικού σε νευραλγικούς τομείς της οικονομίας, όπως ο τουρισμός, η γεωργία και οι κατασκευές. Οι ελλείψεις αυτές δεν είναι απλώς στατιστικές, αλλά έχουν ήδη αρχίσει να επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα και την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας. Εξίσου νευραλγική αλλά πιο σιωπηλή είναι η ανάγκη να καλυφθούν τα ολοένα διευρυνόμενα κενά της φροντίδας των ηλικιωμένων, που επιτείνεται με τη γήρανση του πληθυσμού.

Την ίδια στιγμή, χιλιάδες άνθρωποι –ανάμεσά τους κι ασυνόδευτα παιδιά πρόσφυγες– φτάνουν στη χώρα μας αναζητώντας ασφάλεια και προστασία. Αντί να αντιμετωπίζονται ως πρόβλημα, αυτοί οι νέοι άνθρωποι μπορούν –και πρέπει– να αποτελέσουν μέρος της λύσης.

Αναγνωρίζουμε τις σημαντικές προσπάθειες που έχουν γίνει από τον ίδιο τον πρωθυπουργό και τα αρμόδια υπουργεία τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα από το 2019 και μετά, για την προστασία των ασυνόδευτων ανηλίκων. Για πρώτη φορά θεσμοθετήθηκαν σαφείς προδιαγραφές παιδικής προστασίας, δημιουργήθηκε εξειδικευμένη γενική γραμματεία, ιδρύθηκε το εθνικό σύστημα επιτροπείας και νομοθετήθηκαν ποιοτικά πρότυπα για τους ξενώνες φιλοξενίας. Τα παραπάνω αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή μιας πολιτικής προστασίας και ένταξης για μία από τις πιο ευάλωτες ομάδες παιδιών και εφήβων στη χώρα.

Ωστόσο, παρά τα σημαντικά βήματα προόδου, η υλοποίηση μιας δίκαιης πολιτικής ένταξης και παιδικής προστασίας που να σέβεται και να ακολουθεί τις διεθνείς συνθήκες που δεσμεύουν τη χώρα μας αυτή τη στιγμή συναντά σοβαρά πολιτικά και θεσμικά εμπόδια, που μας πάνε πολλά βήματα πίσω.

Οι ακατάλληλες και απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στα κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης που βρίσκονται στα νησιά και στην ενδοχώρα, θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια και την ευημερία των παιδιών, και καταπατούν τα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Το Εθνικό Σύστημα Επιτροπείας, παρότι θεσμοθετήθηκε, παραμένει σε μεγάλο βαθμό δυσλειτουργικό. Η δυσκολία πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες, καθώς και οι καθυστερήσεις στη διαδικασία ασύλου, δυσχεραίνουν σημαντικά το έργο τόσο της πολιτείας όσο και της κοινωνίας των πολιτών, ενώ υπονομεύουν την πρόοδο που έχει γίνει μέχρι σήμερα.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια, η The HOME Project έχει προσφέρει στέγη, φροντίδα και ολοκληρωμένη υποστήριξη σε περισσότερα από 1.400 ασυνόδευτα παιδιά. Πολλά από αυτά έχουν πλέον εξελιχθεί σε νέους ενηλίκους, ενεργούς πολίτες, εργαζομένους και φοιτητές που διαπρέπουν σε πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Οι νέοι αυτοί νιώθουν την Ελλάδα σπίτι τους και είναι έτοιμοι και θέλουν να συνεισφέρουν σε αυτή. Το 50% του προσωπικού μας προέρχεται από την προσφυγική και μεταναστευτική κοινότητα και η εμπειρία μας μέχρι τώρα μας έχει δείξει πως όταν επενδύουμε σε ένα πλήρες πλαίσιο υποστήριξης, εκπαίδευσης και κοινωνικοποίησης, οι νέοι πρόσφυγες ανταποκρίνονται θετικά: όχι μόνον ενσωματώνονται, αλλά ανθούν. Τα βασικά στοιχεία επιτυχίας είναι το απαραίτητο πλαίσιο παιδικής προστασίας, η άμεση και εντατική εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, οι συνεργασίες με πανεπιστήμια και τεχνικές σχολές που παρέχουν την απαραίτητη εκπαίδευση και σχετική επαγγελματική κατάρτιση και η άμεση σύνδεση με εργοδότες για την απορρόφησή τους στην αγορά εργασίας.

Αντί να αναζητούμε πολύπλοκους και δαπανηρούς τρόπους εισαγωγής εργατικού δυναμικού από τρίτες χώρες, ας αξιοποιήσουμε τους χιλιάδες πρόσφυγες που ήδη βρίσκονται στη χώρα μας.

Η ανάγκη αναγνώρισης της σημασίας της ένταξης προσφύγων και αιτούντων άσυλο δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα. Στην Ισπανία, η κυβέρνηση έχει ήδη νομιμοποιήσει περίπου ένα εκατομμύριο ανθρώπους που διέμεναν για χρόνια στη χώρα χωρίς επίσημο καθεστώς, προκειμένου να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες της αγοράς εργασίας και να αντιμετωπίσει τη δημογραφική κάμψη. Αντίστοιχα, στην Ιταλία –και παρά τη ρητορική εχθρότητα– έχουν χορηγηθεί άδειες διαμονής σε περίπου 500.000 πρόσφυγες και μετανάστες, με στόχο τη στήριξη τομέων της οικονομίας που αντιμετωπίζουν οξύτατες ελλείψεις προσωπικού. Τα παραδείγματα αυτά καταδεικνύουν ότι, πίσω από τις όποιες σκληρές ψηφοθηρικές δηλώσεις, ολοένα και περισσότερες κυβερνήσεις κατανοούν την αναγκαιότητα μιας πρακτικής και ρεαλιστικής προσέγγισης στην ένταξη.

Επιπλέον, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρωτοβουλία του Eντ Σαπίρο –ενός εκ των σημαντικότερων υποστηρικτών της The HOME Project– ο οποίος χρηματοδοτεί καινοτόμα προγράμματα που εκπαιδεύουν νέους πρόσφυγες σε χώρες όπως η Κένυα και η Ιορδανία, και στη συνέχεια τους συνδέουν με εργοδότες στον Καναδά, οι οποίοι αναζητούν εργατικό δυναμικό για να καλύψουν κενές θέσεις εργασίας. Τα εν λόγω προγράμματα βρίσκονται πλέον σε φάση επέκτασης και στην Ευρώπη, με πιλοτικές εφαρμογές σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ισπανία και η Ιταλία.

Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: η Ελλάδα εκτιμάται ότι θα χρειαστεί περισσότερους από 750.000 νέους εργαζομένους έως το 2050. Ο αντίστοιχος αριθμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο ξεπερνά τα 50 εκατομμύρια. Αντί να αναζητούμε πολύπλοκους, δαπανηρούς και χρονοβόρους τρόπους εισαγωγής εργατικού δυναμικού από τρίτες χώρες, μπορούμε να αξιοποιήσουμε τους χιλιάδες ανθρώπους που ήδη βρίσκονται στη χώρα μας.

Αν σταματήσουμε να βλέπουμε τους πρόσφυγες ως απειλή και να αρχίσουμε να τους αντιμετωπίζουμε ως πολύτιμο και ανεκμετάλλευτο ανθρώπινο κεφάλαιο –μια κρυμμένη ευκαιρία–, μπορούμε να ανταποκριθούμε στις σύγχρονες προκλήσεις της αγοράς εργασίας, να ενδυναμώσουμε την οικονομική ανάπτυξη και να συμβάλουμε στη δημιουργία μιας κοινωνίας ίσων ευκαιριών.

Η ένταξη των προσφύγων δεν αποτελεί πράξη φιλανθρωπίας, είναι επένδυση για την κοινωνική και οικονομική ευημερία της χώρας.

*Η κ. Σοφία Κουβελάκη είναι η γενική διευθύντρια του The HOME Project.

Πηγή: kathimerini.gr