Accessibility Tools

Skip to main content

Ανθρωπιστικές σπουδές «παρέα» με την ΑΙ

Το πρωτοποριακό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Κρήτης και ο στόχος να έχουν οι φοιτητές πρόσβαση σε διαφορετικά πεδία

Το πρώτο πρόγραμμα στο ελληνικό πανεπιστήμιο που συνδυάζει την τεχνητή νοημοσύνη με τις ανθρωπιστικές επιστήμες είναι γεγονός. Σε μια εποχή που η ζήτηση των 18χρονων για τα τμήματα ανθρωπιστικών επιστημών στην Ελλάδα μειώνεται, το Πανεπιστήμιο Κρήτης πρωτοπορεί οργανώνοντας, στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Τάλως», πρόγραμμα σύντομης διάρκειας στις ψηφιακές ανθρωπιστικές επιστήμες, δίνοντας τη δυνατότητα σε όλους τους φοιτητές του ιδρύματος, ανεξαρτήτως τμήματος και σχολής, να αποκτήσουν ψηφιακές γνώσεις και δεξιότητες και να λάβουν σχετικό δίπλωμα. «Επιδιώκουμε να εκπαιδεύσουμε μια νέα γενιά, η οποία θα συνδυάζει γνώσεις και δεξιότητες από τις ανθρωπιστικές επιστήμες και το πεδίο της πληροφορικής. Τα αποτελέσματα αυτής της πρωτοβουλίας θα φανούν περισσότερο, πιστεύω, τα επόμενα χρόνια», λέει στην «Κ» η Μελίνα Ταμιωλάκη, καθηγήτρια αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στο τμήμα Φιλολογίας και αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Μάλιστα το πρωτοποριακό «Τάλως – Τεχνητή Νοημοσύνη για τις Ανθρωπιστικές και τις Κοινωνικές Επιστήμες», όπως ονομάζεται, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και για λόγους πολιτικής στρατηγικής. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας στοχεύει να δώσει τη δυνατότητα στους Ελληνες φοιτητές να παίρνουν γνώσεις και από άλλα επιστημονικά αντικείμενα, εκτός από τις βασικές τους σπουδές, ώστε να αυξήσουν τις γνώσεις και δεξιότητές τους ενόψει της δύσκολης αγοράς εργασίας. Το «εσωτερικό Erasmus» είναι το πρώτο βήμα μιας τέτοιας κατεύθυνσης, ανέφερε χθες στην «Κ» υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου.

Ειδικότερα, υπεύθυνος του προγράμματος είναι ο Κριστόφ Ρος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (Ρέθυμνο), κάτοχος της ομώνυμης έδρας ΕΡΑ , και μεταξύ άλλων ομότιμος καθηγητής Τεχνητής Νοημοσύνης στο γαλλικό Πανεπιστήμιο Savoie Mont-Blanc. Οι τομείς ενδιαφέροντος του κ. Ρος είναι η μηχανική γνώσης (οντολογία), η γλωσσολογία (ορολογία), ψηφιακές ανθρωπιστικές επιστήμες και ο σημασιολογικός ιστός. Το πρόγραμμα επιχορηγείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με 2,5 εκατ. ευρώ σε ορίζοντα πενταετίας στο πλαίσιο του θεσμού των εδρών «Ευρωπαϊκού Χώρου Ερευνας» (ERA Chairs) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Το «Τάλως» έχει στόχο να προωθήσει την αλληλεπίδραση των ψηφιακών τεχνολογιών και των ανθρωπιστικών επιστημών.

«Το πρόγραμμα έχει στόχο να προωθήσει την αλληλεπίδραση των ψηφιακών τεχνολογιών και των ανθρωπιστικών επιστημών. Προσφέρει συνδυαστικές γνώσεις και δεξιότητες από δύο πεδία (ανθρωπιστικών – κοινωνικών σπουδών και πληροφορικής). Στοχεύει, από τη μια πλευρά, να ενισχύσει τις ψηφιακές δεξιότητες των φοιτητών των σχολών ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών και, από την άλλη, να εισαγάγει τους φοιτητές των θετικών και τεχνολογικών επιστημών σε μεθόδους και εργαλεία των ανθρωπιστικών επιστημών. Βασικό άξονα του προγράμματος αποτελεί, επίσης, η ευαισθητοποίηση σε θέματα ηθικής της τεχνολογίας», λέει η κ. Ταμιωλάκη, συντονίστρια του προγράμματος, το οποίο είναι διετές. Μάλιστα, το πρόγραμμα απονέμει δύο τίτλους – διπλώματα: τον πρώτο για όσους έχουν ολοκληρώσει με επιτυχία το πρώτο έτος (παρακολουθώντας τα μαθήματα έχουν συμπληρώσει 30 πιστωτικές μονάδες) και τον δεύτερο για όσους έχουν ολοκληρώσει και τα δύο έτη (με μαθήματα που αντιστοιχούν σε 60 πιστωτικές μονάδες).

Το «Τάλως» αποτελεί μια «απάντηση» στον προβληματισμό για τις ανθρωπιστικές επιστήμες, τον ρόλο, την υποβάθμιση ή την ανάγκη αναβάθμισής τους, που αναπτύσσεται όλο και εντονότερα στα ελληνικά ΑΕΙ. Πρόσφατα οργανώθηκαν δύο σχετικές ημερίδες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Πανεπιστήμιο Κρήτης. «Οι τεχνολογικές εξελίξεις έχουν εκτοξευθεί, η τεχνητή νοημοσύνη έχει μεταμορφώσει τη ζωή μας, ενώ η εκπαίδευση, σε όλες τις βαθμίδες, επανασχεδιάζεται και ανανεώνεται συνεχώς με βάση νέα δεδομένα, προκλήσεις και απαιτήσεις. Σε σχέση με το νέο αναδυόμενο τεχνολογικό τοπίο, τονίζεται όλο και περισσότερο η αναγκαιότητα και ο κρίσιμος ρόλος των ανθρωπιστικών επιστημών για τη διαμόρφωση της λεγόμενης ηθικής τεχνολογίας ή ηθικής της τεχνητής νοημοσύνης», παρατηρεί η κ. Ταμιωλάκη.

Βέβαια, οι ανθρωπιστικές επιστήμες είναι από τη φύση τους πιο «παραδοσιακές» και, ως εκ τούτου, καθυστερούν συχνά να εκσυγχρονιστούν, να συμβαδίσουν με τις εξελίξεις, να προσαρμοστούν σε νέα δεδομένα. «Θα θέσω ένα κάπως προκλητικό ερώτημα: σε μια εποχή όπου η διαφήμιση παίζει τόσο σημαντικό ρόλο, πόσο έτοιμοι είμαστε, οι εκπρόσωποι των ανθρωπιστικών επιστημών, να “διαφημίσουμε” το αντικείμενό μας; Στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στην κοινωνία; Νομίζω ότι γίνονται αξιόλογα βήματα, αλλά χρειάζεται ακόμη προσπάθεια. Ας δούμε τα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης: πολλές φορές, τα πρότζεκτ των επιστημών STEM φαίνονται πιο ενδιαφέροντα και ελκυστικά στους μαθητές και τις μαθήτριες. Φυσικά, διοργανώνονται πολύ ενδιαφέρουσες δράσεις και από φιλολόγους, ιστορικούς, μουσικούς, θεατρολόγους· ωστόσο, χρειάζεται μια αλλαγή νοοτροπίας, μια εκ νέου επινόηση του αντικειμένου μας: να πάψουμε να θεωρούμε αυτονόητη την αξία του και να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πιο δημιουργικούς τρόπους για να επικοινωνήσουμε την ανθρωπιστική γνώση και να πείσουμε για τη σημασία της», σημειώνει η κ. Ταμιωλάκη, τονίζοντας ότι «προς αυτή την κατεύθυνση τα νέα ψηφιακά εργαλεία μπορούν να προσφέρουν πολύτιμη συνδρομή: θα συμβάλει στην καλλιτεχνική αγωγή των μαθητών αν συγκρίνουν ένα έργο τέχνης που έχει φτιαχτεί από τεχνητή νοημοσύνη και ένα αυθεντικό έργο του Πικάσο. Θα βελτιώσουν τις αναλυτικές τους ικανότητες αν προσπαθήσουν να “αναμετρηθούν” με το ChatGPT, να το ελέγξουν, να το διορθώσουν, να το βελτιώσουν».

ΑΠΟΨΕΙΣ

Να εμπνεύσουν την κοινωνία

Της Ελένης Καραμαλέγκου*

 

Συζητείται συχνά ότι σήμερα υπάρχει μειωμένο ενδιαφέρον για τις ανθρωπιστικές σπουδές. Είναι γεγονός ότι τα Τμήματα Φιλολογίας ή τα Τμήματα Ιστορίας και Αρχαιολογίας δεν παρουσιάζουν τη ζήτηση που ξέραμε, και διαπιστώνεται αισθητή μείωση των βάσεων εισαγωγής. Επίσης, σε τμήματα ξένων Φιλολογιών παρατηρείται συρρίκνωση του αριθμού νέων φοιτητών. Το πρόβλημα αν και όχι τόσο οξύ, είναι ωστόσο υπαρκτό και στο ΕΚΠΑ. Οι αιτίες που αναφέρονται πολλές: εμφάνιση εκπαιδευτικών αντικειμένων που φαντάζουν πιο σύγχρονα και ελκυστικά, στηρίζονται στην τεχνολογία και συνδέουν αποτελεσματικότερα τις σπουδές με την αγορά εργασίας, επίσης υποχώρηση της γοητείας του λειτουργήματος του φιλολόγου ή γενικότερα του δασκάλου και, τέλος, σχετική αδιαφορία για απόκτηση παιδείας.

Πώς αντιστρέφεται το κλίμα; Ισως με την ενημέρωση και την καταπολέμηση της άγνοιας: οι Φιλοσοφικές Σχολές επείγει να ενημερώσουν με πρόσφορα μέσα την κοινωνία σχετικά με το είδος των σπουδών που προσφέρουν. Σήμερα οι απόφοιτοι των Φιλοσοφικών μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις όχι μόνο των παραδοσιακών, αλλά και πολλών σύγχρονων επαγγελμάτων που συνδέουν τις σπουδές με την αγορά εργασίας, χωρίς αυτό να γίνεται αυτοσκοπός της επιλογής ενός τμήματος από τους υποψηφίους. Να ενημερώσουν ότι οι σχολές προσαρμόζονται στις σύγχρονες ανάγκες, ότι χρησιμοποιούν τις νέες τεχνολογίες και διδάσκουν την αξιοποίησή τους στις εξειδικευμένες απαιτήσεις των ανθρωπιστικών σπουδών, ότι εμπλουτίζονται με νέα διδακτικά αντικείμενα και προβάλλουν νέες μεθόδους διδασκαλίας.

Δεν είναι σωστό να ανάγουν την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής σε μέγιστο θέμα. Δημιουργεί προβλήματα, αλλά όχι στα τμήματα με υψηλές απαιτήσεις. Ασφαλώς η πολιτεία έχει υποχρέωση να μη νομοθετεί πρόχειρα –με άγνοια και έλλειψη σοβαρού σχεδιασμού, με περιφρόνηση της άποψης των ειδικών–, να αναβαθμίσει μισθολογικά τους εκπαιδευτικούς, να σταματήσει την αλόγιστη αύξηση του αριθμού των σχετικών τμημάτων και την επίκληση του δικαιώματος πρόσβασης όλων στις σπουδές για νομοθετικές ρυθμίσεις που ουσιαστικά προετοιμάζουν πληθώρα νέων ανέργων.

Οι Φιλοσοφικές οφείλουν να πείσουν για τη σπουδαιότητά τους και να δείξουν ότι προσαρμόζονται στις σύγχρονες ανάγκες.

Από την άλλη, οι Φιλοσοφικές οφείλουν να έρθουν κοντά στην κοινωνία, να την εμπνεύσουν. Να πείσουν για τη σπουδαιότητά τους, να αναδείξουν ξανά τη σημασία που έχει για τον άνθρωπο μαζί με την εκπαίδευση και η παιδεία ως διαχρονική αξία και κινητήρια δύναμη για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής που είναι επιτακτικό ζητούμενο του σύγχρονου ανθρώπου.

Η Ελλάδα άλλωστε μπορεί να ασκήσει αυτή τη γοητεία και να εμπνεύσει για τέτοιου είδους σπουδές και παιδεία: αυτό φαίνεται στο επιτυχημένο πείραμα της ίδρυσης του πρώτου αγγλόφωνου προπτυχιακού προγράμματος σπουδών στη Φιλοσοφική του ΕΚΠΑ με αντικείμενο τις ανθρωπιστικές σπουδές που κατάφερε να προσελκύσει νέους ανθρώπους από τα πέρατα της γης σε μια εποχή παγκόσμιας κρίσης, φαίνεται επίσης από τους ξένους που έρχονται να σπουδάσουν στη Φιλοσοφική και να μάθουν την ελληνική γλώσσα. Τη γοητεία δεν ασκεί μόνο ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός ως μουσειακό είδος, αλλά ο συνδυασμός με την παιδεία και το πολιτιστικό στίγμα της σύγχρονης Ελλάδας.

Καταλήγουμε στο αισιόδοξο συμπέρασμα ότι οι ανθρωπιστικές σπουδές μπορούν να ξαναβρούν τη θέση που τους αξίζει στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα αν οι τρεις συνιστώσες, δηλαδή οι σχολές, η πολιτεία και η νέα γενιά, συνειδητοποιήσουν τις ευθύνες τους και συνεργαστούν για να αξιοποιήσουν τις καλύτερες προοπτικές για όλες τις πλευρές.

* Η κ. Ελένη Καραμαλέγκου είναι ομότιμος καθηγήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών.

Ανάγκη ανανέωσης

Του Βαγγέλη Καραμανωλάκη*

Τα πρόσφατα αποτελέσματα των Πανελλαδικών Εξετάσεων για τα τμήματα Ιστορίας της χώρας αποτυπώνουν και φέτος μια συνεχή σε γενικές γραμμές πτωτική τάση των βάσεων εισαγωγής. Παράλληλα και εξαιτίας της ελάχιστης βάσης εισαγωγής (ΕΒΕ), δημιουργούν μεγάλο αριθμό κενών θέσεων, ιδιαίτερα για τα ιστορικά τμήματα των περιφερειακών ΑΕΙ, τα οποία συρρικνώνονται καθημερινά. Το πρόβλημα δεν αφορά την Ιστορία, συνδέεται συνολικά με τις ανθρωπιστικές σπουδές, όπως εύκολα κανείς μπορεί να διαπιστώσει παρατηρώντας τις γενικότερες τάσεις στα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων και έχει άμεση σχέση με την επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων. Στην ιστορία του ελληνικού κράτους, εκκινώντας από τον 19ο αιώνα και φτάνοντας έως την πρόσφατη οικονομική κρίση, η εκπαίδευση διατήρησε μια μοναδική θέση ως μοχλός κοινωνικής κινητικότητας. Οι ανθρωπιστικές σχολές για δεκαετίες πρόσφεραν μια σίγουρη θέση στην εκπαίδευση, ιδιαίτερα σημαντική για τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα. Τα τελευταία χρόνια, η οικονομική κρίση και ο περιορισμός των διορισμών στο Δημόσιο συντέλεσαν καθοριστικά στην πτώση του ενδιαφέροντος για τις πάλαι ποτέ καθηγητικές σχολές και οδήγησαν σε συνδυασμό με την ΕΒΕ στα προαναφερόμενα αποτελέσματα.

Η αλλαγή αυτής της κατάστασης δεν είναι ούτε κάτι εύκολο ούτε απλό, καθώς συνδέεται με γενικότερους μετασχηματισμούς στην αντίληψη για τη γνώση και τη χρησιμότητά της, στο ίδιο το πανεπιστήμιο. Το «επιχειρηματικό πανεπιστήμιο», η περίφημη «σύνδεση με την αγορά», δεν αναιρεί μόνο βασικές προκείμενες της φιλοσοφίας των πανεπιστημιακών αλλά και των ίδιων των ανθρωπιστικών σπουδών. Η λύση δεν είναι να εμπορευματοποιήσουμε τη γνώση υποτάσσοντας βασικά χαρακτηριστικά της στις ανάγκες του κέρδους ή να την εντάξουμε σε μια αποκλειστική μονοκαλλιέργεια, λ.χ. τον τουρισμό της χώρας. Στον πυρήνα των ανθρωπιστικών επιστημών οφείλουν να βρίσκονται η ανάγκη της σφαιρικής γνώσης, η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και του αναστοχασμού, η συνομιλία με τον πλούτο των νοημάτων και των εννοιών που μας άφησε το παρελθόν. Η διατήρηση του χαρακτήρα τους ως γνώσης που έχει στον επίκεντρό της τον άνθρωπο είναι κρίσιμη στους σύγχρονους καιρούς. Εάν η καλλιέργεια της γνώσης και της κριτικής αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για τη συγκρότηση του πολίτη, για να θυμηθούμε τις διαφωτιστικές αρχές του πανεπιστημίου, η πολιτεία οφείλει να προασπίσει τον δημόσιο χαρακτήρα των ανθρωπιστικών σπουδών, να τις αντιμετωπίσει ως δημόσια αγαθά.

Η πολιτεία οφείλει να προασπίσει τον δημόσιο χαρακτήρα των ανθρωπιστικών σπουδών, να τις αντιμετωπίσει ως δημόσια αγαθά.

Από την άλλη πλευρά, η ανάγκη της ανανέωσης και του εμπλουτισμού των ανθρωπιστικών σπουδών αποτελεί μια κρίσιμη παράμετρο για την επιβίωσή τους, η οποία και πάλι εγγράφεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Ποιος μπορεί να πιστέψει ότι μπορεί να αλλάξει ο τρόπος που αντιμετωπίζονται οι ανθρωπιστικές σπουδές στο πανεπιστήμιο από τους φοιτητές, αν δεν αλλάξει η διδασκαλία τους στη μέση εκπαίδευση; Πώς μπορούμε να μιλήσουμε για την ανανέωση των σπουδών, όταν τα ΑΕΙ μαστίζονται από την υποστελέχωση του διδακτικού προσωπικού και την οικονομική ένδεια; Εχουμε ανάγκη να αναδείξουμε μια πολύ πιο επίκαιρη και κριτική σε σχέση με το σήμερα διάσταση των σπουδών. Είναι μια στιγμή όπου οφείλουμε όσοι/ες εμπλεκόμαστε σε αυτό το πεδίο να συζητήσουμε αναλυτικά. Ζητήματα, όπως η ενσωμάτωση στα προγράμματα σπουδών των ψηφιακών ανθρωπιστικών επιστημών ή η εισαγωγή νέων τεχνολογιών και πρακτικών, βρίσκονται στο επίκεντρο των συζητήσεων. Ας αναλογιστούμε για όλα αυτά στο πλαίσιο ενός δημιουργικού διαλόγου με το ίδιο το παρελθόν των ανθρωπιστικών σπουδών και την ανάγκη να διατηρηθεί ο αναστοχαστικός χαρακτήρας τους.

* Ο κ. Βαγγέλης Καραμανωλάκης είναι καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, ΕΚΠΑ.
 
Πηγή: kathimerini.gr